πλινθουργός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />briquetier.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]], [[ἔργον]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />briquetier.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλινθουργός''': ὁ, κατασκευάζων πλίνθους, Πλάτ. Θεαίτ. 147Α· -ουργέω, [[κατασκευάζω]] πλίνθους, Ἀριστοφ. Πλ. 514· -ουργία, ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πλινθεία]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Εϳ, 8).
|elnltext=πλινθουργός -οῦ, ὁ [πλίνθος, ἔργον] steenbakker.
}}
{{elru
|elrutext='''πλινθουργός:''' ὁ [[кирпичный мастер]], [[кирпичник]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πλινθουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, σε Πλάτ.
|lsmtext='''πλινθουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλινθουργός:''' ὁ [[кирпичный мастер]], [[кирпичник]] Arph.
|lstext='''πλινθουργός''': ὁ, κατασκευάζων πλίνθους, Πλάτ. Θεαίτ. 147Α· -ουργέω, [[κατασκευάζω]] πλίνθους, Ἀριστοφ. Πλ. 514· -ουργία, ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πλινθεία]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Εϳ, 8).
}}
{{elnl
|elnltext=πλινθουργός -οῦ, ὁ [πλίνθος, ἔργον] steenbakker.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλινθ-ουργός, οῦ, ὁ, [*[[ἔργω]]<br />a [[brickmaker]], Plat.
|mdlsjtxt=πλινθ-ουργός, οῦ, ὁ, [*[[ἔργω]]<br />a [[brickmaker]], Plat.
}}
}}

Revision as of 21:34, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθουργός Medium diacritics: πλινθουργός Low diacritics: πλινθουργός Capitals: ΠΛΙΝΘΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: plinthourgós Transliteration B: plinthourgos Transliteration C: plinthourgos Beta Code: plinqourgo/s

English (LSJ)

ὁ, brickmaker, Pl. Tht.147a, Gal.4.618, etc.

German (Pape)

[Seite 637] Ziegel machend, als subst. Ziegelstreicher, Plat. Theaet. 147 a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
briquetier.
Étymologie: πλίνθος, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλινθουργός -οῦ, ὁ [πλίνθος, ἔργον] steenbakker.

Russian (Dvoretsky)

πλινθουργός:кирпичный мастер, кирпичник Arph.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].

Greek Monotonic

πλινθουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πλάτ. Θεαίτ. 147Α· -ουργέω, κατασκευάζω πλίνθους, Ἀριστοφ. Πλ. 514· -ουργία, ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλινθεία, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Εϳ, 8).

Middle Liddell

πλινθ-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a brickmaker, Plat.