πολύστυλος: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />aux nombreuses colonnes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[στῦλος]].
|btext=ος, ον :<br />aux nombreuses colonnes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[στῦλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύστῡλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στύλους, Στράβ. 694, 806, Πλουτ. Περικλ. 13.
|elnltext=πολύστυλος -ον [πολύς, στῦλος] met veel zuilen.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύστῡλος:''' [[многоколонный]] (τὸ [[Ὠδεῖον]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολύστῡλος:''' -ον, αυτός που έχει πολλούς στύλους, σε Στράβ., Πλούτ.
|lsmtext='''πολύστῡλος:''' -ον, αυτός που έχει πολλούς στύλους, σε Στράβ., Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύστῡλος:''' [[многоколонный]] (τὸ [[Ὠδεῖον]] Plut.).
|lstext='''πολύστῡλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στύλους, Στράβ. 694, 806, Πλουτ. Περικλ. 13.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύστυλος -ον [πολύς, στῦλος] met veel zuilen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-στῡλος, ον,<br />with [[many]] columns, Strab., Plut.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-στῡλος, ον,<br />with [[many]] columns, Strab., Plut.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστῡλος Medium diacritics: πολύστυλος Low diacritics: πολύστυλος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: polýstylos Transliteration B: polystylos Transliteration C: polystylos Beta Code: polu/stulos

English (LSJ)

ον, with many columns, σκηνή, οἶκος, Str.15.1.21, 17.1.28; of the Odeum, Plu.Per. 13.

German (Pape)

[Seite 674] mit vielen Säulen; Plut. Pericl. 13; Strab. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses colonnes.
Étymologie: πολύς, στῦλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύστυλος -ον [πολύς, στῦλος] met veel zuilen.

Russian (Dvoretsky)

πολύστῡλος: многоколонный (τὸ Ὠδεῖον Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύστυλος, -ον, ΝΑ
(κυρίως για ναό) αυτός που έχει πολλούς στύλους, πολλούς κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στῦλος (πρβλ. τετρά-στυλος)].

Greek Monotonic

πολύστῡλος: -ον, αυτός που έχει πολλούς στύλους, σε Στράβ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστῡλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στύλους, Στράβ. 694, 806, Πλουτ. Περικλ. 13.

Middle Liddell

πολύ-στῡλος, ον,
with many columns, Strab., Plut.