Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυγονία: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />grande fécondité.<br />'''Étymologie:''' [[πολύγονος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />grande fécondité.<br />'''Étymologie:''' [[πολύγονος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολυγονία''': ἡ, πολλὴ [[γονιμότης]], τὸ γεννᾶν πολλὰ τέκνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγογονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 4., 9. 40, 7.
|elnltext=πολυγονία -ας, ἡ [πολύγονος] vruchtbaarheid.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυγονία:''' ἠ плодовитость Plat., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολυγονία:''' ἡ, [[παραγωγικότητα]], εξαιρετική [[γονιμότητα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''πολυγονία:''' ἡ, [[παραγωγικότητα]], εξαιρετική [[γονιμότητα]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυγονία:''' ἠ плодовитость Plat., Arst.
|lstext='''πολυγονία''': ἡ, πολλὴ [[γονιμότης]], τὸ γεννᾶν πολλὰ τέκνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγογονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 4., 9. 40, 7.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυγονία -ας, ἡ [πολύγονος] vruchtbaarheid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγονία Medium diacritics: πολυγονία Low diacritics: πολυγονία Capitals: ΠΟΛΥΓΟΝΙΑ
Transliteration A: polygonía Transliteration B: polygonia Transliteration C: polygonia Beta Code: polugoni/a

English (LSJ)

ἡ, fecundity, Pl.Prt.321b, Arist.HA580b27, 624a1, Ph.2.211.

German (Pape)

[Seite 661] ἡ, Fruchtbarkeit; Plat. Prot. 321 b; Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande fécondité.
Étymologie: πολύγονος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυγονία -ας, ἡ [πολύγονος] vruchtbaarheid.

Russian (Dvoretsky)

πολυγονία: ἠ плодовитость Plat., Arst.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύγονος
1. μεγάλη γονιμότητα
2. πολυτοκία («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

πολυγονία: ἡ, παραγωγικότητα, εξαιρετική γονιμότητα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγονία: ἡ, πολλὴ γονιμότης, τὸ γεννᾶν πολλὰ τέκνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγογονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 4., 9. 40, 7.

Middle Liddell

πολυγονία, ἡ,
fecundity, Plat. [from πολύγονος

English (Woodhouse)

productiveness of animals

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)