πυρπόλημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />ravage <i>ou</i> destruction par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πυρπολέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ravage <i>ou</i> destruction par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πυρπολέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πυρπόλημα''': τό, [[φρυκτωρία]], πυρὰ [[χάριν]] τῶν πλεόντων, τὰ Ναυπλίου τ’ Εὐβοϊκὰ πυρπολήματα Εὐρ. Ἑλ. 767.
|elnltext=πυρπόλημα -ατος, τό [πυρπολέω] wachtvuur, vuurbaken.
}}
{{elru
|elrutext='''πυρπόλημα:''' ατος τό сигнальный или сторожевой огонь Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πυρπόλημα:''' -ατος, τό, [[σημάδι]], [[σινιάλο]] από [[φωτιά]], [[πυρσός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πυρπόλημα:''' -ατος, τό, [[σημάδι]], [[σινιάλο]] από [[φωτιά]], [[πυρσός]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πυρπόλημα:''' ατος τό сигнальный или сторожевой огонь Eur.
|lstext='''πυρπόλημα''': τό, [[φρυκτωρία]], πυρὰ [[χάριν]] τῶν πλεόντων, τὰ Ναυπλίου τ’ Εὐβοϊκὰ πυρπολήματα Εὐρ. Ἑλ. 767.
}}
{{elnl
|elnltext=πυρπόλημα -ατος, τό [πυρπολέω] wachtvuur, vuurbaken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρπόλημα Medium diacritics: πυρπόλημα Low diacritics: πυρπόλημα Capitals: ΠΥΡΠΟΛΗΜΑ
Transliteration A: pyrpólēma Transliteration B: pyrpolēma Transliteration C: pyrpolima Beta Code: purpo/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, watch-fire, beacon, E.Hel.767.

German (Pape)

[Seite 824] τό, das Wachtfeuer, – das durch Feuer Verwüstete, Eur. Hel. 773.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ravage ou destruction par le feu.
Étymologie: πυρπολέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρπόλημα -ατος, τό [πυρπολέω] wachtvuur, vuurbaken.

Russian (Dvoretsky)

πυρπόλημα: ατος τό сигнальный или сторожевой огонь Eur.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α πυρπολῶ
νυχτερινός πυρσός για αυτούς που ταξιδεύουν διά μέσου της θάλασσας.

Greek Monotonic

πυρπόλημα: -ατος, τό, σημάδι, σινιάλο από φωτιά, πυρσός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πυρπόλημα: τό, φρυκτωρία, πυρὰ χάριν τῶν πλεόντων, τὰ Ναυπλίου τ’ Εὐβοϊκὰ πυρπολήματα Εὐρ. Ἑλ. 767.

Middle Liddell

πυρπόλημα, ατος, τό, [from πυρπολέω
a watchfire, beacon, Eur.

English (Woodhouse)

beacon fire

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)