πύργωμα: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br />ouvrage en forme de fortification.<br />'''Étymologie:''' [[πυργόω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />ouvrage en forme de fortification.<br />'''Étymologie:''' [[πυργόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πύργωμα -ατος, τό [πυργόω] met torens of een muur versterkte stad, vesting, plur. (stads-, vesting-)muren. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πύργωμα:''' ατος τό воен. укрепление, твердыня Her., Aesch., Eur. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πύργωμα:''' -ατος, τό ([[πυργόω]]), αυτός που εφοδιάζεται με πύργους, οχυρωμένη, τειχισμένη πόλη, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ευρ.· στον πληθ., τείχη που έχουν πύργους, σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''πύργωμα:''' -ατος, τό ([[πυργόω]]), αυτός που εφοδιάζεται με πύργους, οχυρωμένη, τειχισμένη πόλη, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ευρ.· στον πληθ., τείχη που έχουν πύργους, σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πύργωμα''': τό, τὸ ἐφωδιασμένον μὲ πύργους, [[πόλις]] τετειχισμένη καὶ ὠχυρωμένη διὰ πύργων, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, Εὐρ. Φοίν. 287· - ἐν τῷ πληθ., τείχη ἔχοντα πύργους, Αἰσχύλ. Θήβ. 33. 251, 469, Εὐρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πύργωμα]], ατος, τό, [[πυργόω]]<br />that [[which]] is furnished with towers, a [[fenced]] [[city]], Orac. ap. Hdt., Eur.:—in pl. [[fenced]] walls, Aesch., Eur. | |mdlsjtxt=[[πύργωμα]], ατος, τό, [[πυργόω]]<br />that [[which]] is furnished with towers, a [[fenced]] [[city]], Orac. ap. Hdt., Eur.:—in pl. [[fenced]] walls, Aesch., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, that which is furnished with towers, fenced city, Orac. ap. Hdt.7.140 (pl.), E.Ph.287: pl., fenced walls, A.Th.30,251,469, E.Cyc.115, Hel. 51.
German (Pape)
[Seite 821] τό, das Gethürmte, der Thurm; Aesch. Spt. 30. 233. 451; ἑπτάστομον πύργωμα Θηβαίας χθονός, Eur. Phoen. 294, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ouvrage en forme de fortification.
Étymologie: πυργόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύργωμα -ατος, τό [πυργόω] met torens of een muur versterkte stad, vesting, plur. (stads-, vesting-)muren.
Russian (Dvoretsky)
πύργωμα: ατος τό воен. укрепление, твердыня Her., Aesch., Eur.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πυργῶ
1. καθετί το εφοδιασμένο με πύργους και, ιδίως, πόλη φραγμένη και οχυρωμένη με πύργους («ἐπτάστομον πύργωμα Θηβαίας πόλεως», Ευρ.)
2. στον πληθ. τα πυργώματα
τείχη με πύργους («Ἰλίου πυργώματα», Ευρ.).
Greek Monotonic
πύργωμα: -ατος, τό (πυργόω), αυτός που εφοδιάζεται με πύργους, οχυρωμένη, τειχισμένη πόλη, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ευρ.· στον πληθ., τείχη που έχουν πύργους, σε Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πύργωμα: τό, τὸ ἐφωδιασμένον μὲ πύργους, πόλις τετειχισμένη καὶ ὠχυρωμένη διὰ πύργων, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, Εὐρ. Φοίν. 287· - ἐν τῷ πληθ., τείχη ἔχοντα πύργους, Αἰσχύλ. Θήβ. 33. 251, 469, Εὐρ.
Middle Liddell
πύργωμα, ατος, τό, πυργόω
that which is furnished with towers, a fenced city, Orac. ap. Hdt., Eur.:—in pl. fenced walls, Aesch., Eur.