στένος: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />anxiété, détresse.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[στενός]]. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />anxiété, détresse.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[στενός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στένος -ου, τό [~ στενός] nauwe ruimte, engte; overdr. benarde positie. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στένος:''' εος τό стесненное положение, нужда, бедствие (σωφρονεῖν ὑπὸ στένει Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''στένος:''' -εος, τό, πρβλ. Ιων. [[στεῖνος]]. | |lsmtext='''στένος:''' -εος, τό, πρβλ. Ιων. [[στεῖνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στένος''': -εος, τό, πρβλ. Ἰων. [[στεῖνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[στένος]], ος, εος, τό, [cf. ionic [[στεῖνος]].] | |mdlsjtxt=[[στένος]], ος, εος, τό, [cf. ionic [[στεῖνος]].] | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 2 October 2022
English (LSJ)
εος, τό, v. στεῖνος ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 935] τό, wie στεῖνος, die Enge die, Noth. ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει, Aesch. Eum. 495.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
anxiété, détresse.
Étymologie: DELG cf. στενός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στένος -ου, τό [~ στενός] nauwe ruimte, engte; overdr. benarde positie.
Russian (Dvoretsky)
στένος: εος τό стесненное положение, нужда, бедствие (σωφρονεῖν ὑπὸ στένει Aesch.).
Greek Monolingual
και στεῖνος και στῆνος, -εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. στενό, κλειστό ή περιορισμένο διάστημα χώρου («στεῖνος ὁδοῦ κοίλης», Ομ. Ιλ.)
2. ο ισθμός της Κορίνθου
3. μτφ. στενοχώρια, δυσκολία
4. (μόνον ο τ. στῆνος σε φρ.) «διὰ τὴν τῶν χρημάτων στῆνος» — εξαιτίας της έλλειψης τών χρημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στενός.
Greek Monotonic
στένος: -εος, τό, πρβλ. Ιων. στεῖνος.
Greek (Liddell-Scott)
στένος: -εος, τό, πρβλ. Ἰων. στεῖνος.