σιδηρόνωτος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />au dos de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[νῶτος]].
|btext=ος, ον :<br />au dos de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[νῶτος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῐδηρόνωτος''': -ον, ὁ ἔχων σιδηρᾶ νῶτα, ἀσπίδος τύποι Εὐρ. Φοίν. 1130.
|elnltext=σιδηρόνωτος -ον [σίδηρος, νῶτον] met ijzeren rug (van schilden). Eur. Phoen. 1130.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόνωτος:''' [[с железной спиной]] (ἀσπίδος τύποι Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σῐδηρόνωτος:''' -ον, αυτός που έχει σιδερένια [[νώτα]] ([[ασπίδα]]), σε Ευρ.
|lsmtext='''σῐδηρόνωτος:''' -ον, αυτός που έχει σιδερένια [[νώτα]] ([[ασπίδα]]), σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῐδηρόνωτος:''' [[с железной спиной]] (ἀσπίδος τύποι Eur.).
|lstext='''σῐδηρόνωτος''': -ον, ὁ ἔχων σιδηρᾶ νῶτα, ἀσπίδος τύποι Εὐρ. Φοίν. 1130.
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηρόνωτος -ον [σίδηρος, νῶτον] met ijzeren rug (van schilden). Eur. Phoen. 1130.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρό-νωτος, ον,<br />[[iron]]-backed, Eur.
|mdlsjtxt=σῐδηρό-νωτος, ον,<br />[[iron]]-backed, Eur.
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόνωτος Medium diacritics: σιδηρόνωτος Low diacritics: σιδηρόνωτος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΝΩΤΟΣ
Transliteration A: sidērónōtos Transliteration B: sidēronōtos Transliteration C: sidironotos Beta Code: sidhro/nwtos

English (LSJ)

ον, iron-backed, ἀσπίδος τύποι E.Ph. 1130.

German (Pape)

[Seite 879] mit eisernem Rücken, ἀσπίδος τύποι, Eur. Phoen. 1137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au dos de fer.
Étymologie: σίδηρος, νῶτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόνωτος -ον [σίδηρος, νῶτον] met ijzeren rug (van schilden). Eur. Phoen. 1130.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόνωτος: с железной спиной (ἀσπίδος τύποι Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκό-νωτος].

Greek Monotonic

σῐδηρόνωτος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια νώτα (ασπίδα), σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων σιδηρᾶ νῶτα, ἀσπίδος τύποι Εὐρ. Φοίν. 1130.

Middle Liddell

σῐδηρό-νωτος, ον,
iron-backed, Eur.