σκιαρόκομος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />au feuillage ombreux.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαρός]], [[κόμη]].
|btext=ος, ον :<br />au feuillage ombreux.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαρός]], [[κόμη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκιᾰρόκομος''': -ον, ὁ ἔχων φύλλα σκιάζοντα, «φουντωτός», ὕλη Εὐρ. Βάκχ. 876, ἴδε Elmsl.
|elnltext=σκιαρόκομος -ον [σκιαρός, κόμη] met lokken die schaduw geven (d.w.z. met schaduwrijk bladerdak).
}}
{{elru
|elrutext='''σκιᾰρόκομος:''' [[густолиственный]], [[тенистый]] ([[ὕλη]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκῐᾰρόκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σκῐᾰρόκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκιᾰρόκομος:''' [[густолиственный]], [[тенистый]] ([[ὕλη]] Eur.).
|lstext='''σκιᾰρόκομος''': -ον, ὁ ἔχων φύλλα σκιάζοντα, «φουντωτός», ὕλη Εὐρ. Βάκχ. 876, ἴδε Elmsl.
}}
{{elnl
|elnltext=σκιαρόκομος -ον [σκιαρός, κόμη] met lokken die schaduw geven (d.w.z. met schaduwrijk bladerdak).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκιᾰρό-κομος, ον, [[κόμη]]<br />with [[shading]] leaves, Eur.
|mdlsjtxt=σκιᾰρό-κομος, ον, [[κόμη]]<br />with [[shading]] leaves, Eur.
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾰρόκομος Medium diacritics: σκιαρόκομος Low diacritics: σκιαρόκομος Capitals: ΣΚΙΑΡΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: skiarókomos Transliteration B: skiarokomos Transliteration C: skiarokomos Beta Code: skiaro/komos

English (LSJ)

ον, with shading leaves, ὕλη E.Ba.875 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 898] mit Haaren, Blättern beschattend od. beschattet, ὕλη Eur. Bacch. 874.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au feuillage ombreux.
Étymologie: σκιαρός, κόμη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιαρόκομος -ον [σκιαρός, κόμη] met lokken die schaduw geven (d.w.z. met schaduwrijk bladerdak).

Russian (Dvoretsky)

σκιᾰρόκομος: густолиственный, тенистый (ὕλη Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πυκνά φύλλα τα οποία παρέχουν βαθιά σκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαρός + -κομος (< κόμη), πρβλ. χρυσό-κομος].

Greek Monotonic

σκῐᾰρόκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό φύλλωμα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾰρόκομος: -ον, ὁ ἔχων φύλλα σκιάζοντα, «φουντωτός», ὕλη Εὐρ. Βάκχ. 876, ἴδε Elmsl.

Middle Liddell

σκιᾰρό-κομος, ον, κόμη
with shading leaves, Eur.