στρώτης: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />préposé au service des lits, des couvertures de lits <i>ou</i> de tables, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[στρώννυμι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />préposé au service des lits, des couvertures de lits <i>ou</i> de tables, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[στρώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρώτης''': -ου, ὁ, ([[στρώννυμι]]) ὡς τὸ [[στρωτήρ]], ὁ στρωννύων, [[μάλιστα]] ὁ παρασκευάζων τὰ κλίνας καὶ τὰ δειπνηστήρια ἀνάκλιντρα, Λατ. strator, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 48D, Πλουτ. Πελοπ. 30.
|elnltext=στρώτης -ου [στρώννυμι] als adj., die voor het linnengoed (beddengoed, tafelkleden etc.) zorgt.
}}
{{elru
|elrutext='''στρώτης:''' ου ὁ раб, ведающий ложами (спальными или обеденными) (στρῶται θεράποντες Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στρώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που προετοιμάζει, που στρώνει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, [[θαλαμηπόλος]], [[καμαριέρης]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''στρώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που προετοιμάζει, που στρώνει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, [[θαλαμηπόλος]], [[καμαριέρης]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρώτης:''' ου ὁ раб, ведающий ложами (спальными или обеденными) (στρῶται θεράποντες Plut.).
|lstext='''στρώτης''': -ου, ὁ, ([[στρώννυμι]]) ὡς τὸ [[στρωτήρ]], ὁ στρωννύων, [[μάλιστα]] ὁ παρασκευάζων τὰ κλίνας καὶ τὰ δειπνηστήρια ἀνάκλιντρα, Λατ. strator, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 48D, Πλουτ. Πελοπ. 30.
}}
{{elnl
|elnltext=στρώτης -ου [στρώννυμι] als adj., die voor het linnengoed (beddengoed, tafelkleden etc.) zorgt.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρώτης]], ου, ὁ,<br />one that gets couches [[ready]], Plut.
|mdlsjtxt=[[στρώτης]], ου, ὁ,<br />one that gets couches [[ready]], Plut.
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρώτης Medium diacritics: στρώτης Low diacritics: στρώτης Capitals: ΣΤΡΩΤΗΣ
Transliteration A: strṓtēs Transliteration B: strōtēs Transliteration C: strotis Beta Code: strw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, one that spreads, esp. one that gets ready the beds and dinner couches, Heraclid.Cum.5, Plu.Pel.30.

German (Pape)

[Seite 957] ὁ, wie στρωτήρ, der Hinbreitende, bes. der die Bett- und Tischlager zurechtlegt und packt; Plut. Pelop. 30; Ath. II 48 d.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
préposé au service des lits, des couvertures de lits ou de tables, etc.
Étymologie: στρώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρώτης -ου [στρώννυμι] als adj., die voor het linnengoed (beddengoed, tafelkleden etc.) zorgt.

Russian (Dvoretsky)

στρώτης: ου ὁ раб, ведающий ложами (спальными или обеденными) (στρῶται θεράποντες Plut.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που στρώνει και, κυρίως, δούλος που ετοιμάζει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, που βάζει τα στρώματα και τα καλύμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. ε-στρω-μαι) με κατάλ. -της (πρβλ. χύ-της)].

Greek Monotonic

στρώτης: -ου, ὁ, αυτός που προετοιμάζει, που στρώνει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, θαλαμηπόλος, καμαριέρης, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

στρώτης: -ου, ὁ, (στρώννυμι) ὡς τὸ στρωτήρ, ὁ στρωννύων, μάλιστα ὁ παρασκευάζων τὰ κλίνας καὶ τὰ δειπνηστήρια ἀνάκλιντρα, Λατ. strator, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 48D, Πλουτ. Πελοπ. 30.

Middle Liddell

στρώτης, ου, ὁ,
one that gets couches ready, Plut.