σκωπτόλης: Difference between revisions
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />moqueur, qui lance des mots piquants.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />moqueur, qui lance des mots piquants.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκωπτόλης -ου, ὁ, [σκώπτω] spotter, grappenmaker. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκωπτόλης:''' ου ὁ шутник, балагур, насмешник Arph. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σκωπτόλης:''' -ου, ὁ, [[σαρκαστής]], αστεϊζόμενος, [[χωρατατζής]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''σκωπτόλης:''' -ου, ὁ, [[σαρκαστής]], αστεϊζόμενος, [[χωρατατζής]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκωπτόλης''': -ου, ὁ, [[ἀστεῖος]], περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ [[σκώπτω]], ὡς τὸ [[μαινόλης]] ἐκ τοῦ [[μαίνομαι]]). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σκωπτόλης]], ου, ὁ, [from [[σκώπτω]]<br />a [[mocker]], [[jester]], Ar. | |mdlsjtxt=[[σκωπτόλης]], ου, ὁ, [from [[σκώπτω]]<br />a [[mocker]], [[jester]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, mocker, jester, Ar.V.788, D.C.46.18, etc.
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Spötter; Ar. Vesp. 788; D. Cass. 46, 18; vgl. Lob. zu Phryn. p. 613.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
moqueur, qui lance des mots piquants.
Étymologie: σκώπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκωπτόλης -ου, ὁ, [σκώπτω] spotter, grappenmaker.
Russian (Dvoretsky)
σκωπτόλης: ου ὁ шутник, балагур, насмешник Arph.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που περιπαίζει, σκώπτης, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. σκωπτ- του ενεστ. του ρ. σκώπτ-ω με επίθημα -όλης (πρβλ. μαιν-όλης: μαίνομαι)].
Greek Monotonic
σκωπτόλης: -ου, ὁ, σαρκαστής, αστεϊζόμενος, χωρατατζής, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σκωπτόλης: -ου, ὁ, ἀστεῖος, περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ σκώπτω, ὡς τὸ μαινόλης ἐκ τοῦ μαίνομαι). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.