σκωπτικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br />railleur, moqueur.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]]. | |btext=ή, όν :<br />railleur, moqueur.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκωπτικός -ή -όν [σκώπτω] graag spottend, graag grappen makend. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκωπτικός:''' [[любящий шутить]], [[сыплющий остротами]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σκωπτικός:''' -ή, -όν, [[περιπαικτικός]], [[σαρκαστικός]], [[ειρωνικός]], [[σαρκαστικός]], σε Πλάτ., Λουκ. | |lsmtext='''σκωπτικός:''' -ή, -όν, [[περιπαικτικός]], [[σαρκαστικός]], [[ειρωνικός]], [[σαρκαστικός]], σε Πλάτ., Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκωπτικός''': -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς περίγελων, [[ἐπιτήδειος]] εἰς ἀστεϊσμούς, Πλουτ. Λούκουλλ. 27· σκ. τι εἰπεῖν Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 33. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ε΄, 161, Θ΄, 149. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σκωπτικός]], ή, όν [from [[σκώπτω]]<br />[[mocking]], jesting, Plut., Luc. | |mdlsjtxt=[[σκωπτικός]], ή, όν [from [[σκώπτω]]<br />[[mocking]], jesting, Plut., Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, given to mockery, jesting, Plu.Luc.27; σ. τι ἐπειπεῖν Luc.Dem.Enc.33. Adv. -κῶς Poll.5.161,9.149.
German (Pape)
[Seite 909] zum Scherzen, Verspotten gehörig, geneigt, scherzhaft, spöttisch; Plut. Luc. 27; Luc. Dem. enc. 33.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
railleur, moqueur.
Étymologie: σκώπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκωπτικός -ή -όν [σκώπτω] graag spottend, graag grappen makend.
Russian (Dvoretsky)
σκωπτικός: любящий шутить, сыплющий остротами Plut.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκωπτικός, -ή, -όν, ΝΑ σκώπτης
1. αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει
2. αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, εμπαικτικός, χλευαστικός.
επίρρ...
σκωπτικώς / σκωπτικῶς ΝΜΑ, και σκωπτικά Ν
με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά.
Greek Monotonic
σκωπτικός: -ή, -όν, περιπαικτικός, σαρκαστικός, ειρωνικός, σαρκαστικός, σε Πλάτ., Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
σκωπτικός: -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς περίγελων, ἐπιτήδειος εἰς ἀστεϊσμούς, Πλουτ. Λούκουλλ. 27· σκ. τι εἰπεῖν Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 33. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ε΄, 161, Θ΄, 149.