σιδηρόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 10: Line 10:
|Definition=Dor. σῐδηρό-πλακτος, ον, [[smitten by iron]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>911</span> (lyr.).
|Definition=Dor. σῐδηρό-πλακτος, ον, [[smitten by iron]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>911</span> (lyr.).
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῐδηρόπληκτος''': Δωρ. -πλακτος, ον, ὁ ὑπὸ σιδήρου πληγείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 911.
|elnltext=σιδηρόπληκτος -ον [σίδηρος, πλήττω ( πλήσσω )] door ijzer geslagen.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόπληκτος:''' дор. σῐδᾱρόπλακτος 2 сраженный железом Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 19: Line 22:
|lsmtext='''σῐδηρόπληκτος:''' Δωρ. -πλακτος, <i>-ον</i>, πληγωμένος από [[σίδερο]], δηλ. από [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σῐδηρόπληκτος:''' Δωρ. -πλακτος, <i>-ον</i>, πληγωμένος από [[σίδερο]], δηλ. από [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῐδηρόπληκτος:''' дор. σῐδᾱρόπλακτος 2 сраженный железом Aesch.
|lstext='''σῐδηρόπληκτος''': Δωρ. -πλακτος, ον, ὁ ὑπὸ σιδήρου πληγείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 911.
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηρόπληκτος -ον [σίδηρος, πλήττω ( πλήσσω )] door ijzer geslagen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρό-πληκτος, δοριξ -πλακτος, ον,<br />smitten by [[iron]], Aesch.
|mdlsjtxt=σῐδηρό-πληκτος, δοριξ -πλακτος, ον,<br />smitten by [[iron]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόπληκτος Medium diacritics: σιδηρόπληκτος Low diacritics: σιδηρόπληκτος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: sidēróplēktos Transliteration B: sidēroplēktos Transliteration C: sidiropliktos Beta Code: sidhro/plhktos

English (LSJ)

Dor. σῐδηρό-πλακτος, ον, smitten by iron, A.Th.911 (lyr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόπληκτος -ον [σίδηρος, πλήττω ( πλήσσω )] door ijzer geslagen.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόπληκτος: дор. σῐδᾱρόπλακτος 2 сраженный железом Aesch.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σιδαρόπλακτος, -ον, Α
1. ο χτυπημένος με σίδηρο, αυτός που υπέστη πληγές από σίδηρο, δηλαδή από ξίφος
2. αυτός που σκάφτηκε από σιδερένια σκαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- / σιδαρο- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό-πληκτος].

Greek Monotonic

σῐδηρόπληκτος: Δωρ. -πλακτος, -ον, πληγωμένος από σίδερο, δηλ. από ξίφος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόπληκτος: Δωρ. -πλακτος, ον, ὁ ὑπὸ σιδήρου πληγείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 911.

Middle Liddell

σῐδηρό-πληκτος, δοριξ -πλακτος, ον,
smitten by iron, Aesch.