συνθοινάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ορος (ὁ) :<br />compagnon de table, convive.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θοινάτωρ]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />compagnon de table, convive.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θοινάτωρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνθοινάτωρ''': [], -ορος, ὁ, [[μέτοχος]] ἐν τῇ εὐωχίᾳ, λαμβάνων [[μέρος]] εἰς αὐτήν, συνδαιτημὼν ἐν εὐωχίᾳ, Ἠλ. 638.
|elnltext=συν-θοινάτωρ, -ορος, ὁ [σύν, θοίνη] mede-deelnemer aan een feestmaal, feestdisgenoot.
}}
{{elru
|elrutext='''συνθοινάτωρ:''' ορος () соучастник пиршества, сотрапезник Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνθοινάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε [[συμπόσιο]], [[συνδαιτυμόνας]], [[συμποσιαστής]], σε Ευρ.
|lsmtext='''συνθοινάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε [[συμπόσιο]], [[συνδαιτυμόνας]], [[συμποσιαστής]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνθοινάτωρ:''' ορος () ὁ соучастник пиршества, сотрапезник Eur.
|lstext='''συνθοινάτωρ''': [], -ορος, ὁ, [[μέτοχος]] ἐν τῇ εὐωχίᾳ, λαμβάνων [[μέρος]] εἰς αὐτήν, συνδαιτημὼν ἐν εὐωχίᾳ, Ἠλ. 638.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θοινάτωρ, -ορος, ὁ [σύν, θοίνη] mede-deelnemer aan een feestmaal, feestdisgenoot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθοινάτωρ Medium diacritics: συνθοινάτωρ Low diacritics: συνθοινάτωρ Capitals: ΣΥΝΘΟΙΝΑΤΩΡ
Transliteration A: synthoinátōr Transliteration B: synthoinatōr Transliteration C: synthoinator Beta Code: sunqoina/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, partaker in a feast, E.El.638.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
compagnon de table, convive.
Étymologie: σύν, θοινάτωρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θοινάτωρ, -ορος, ὁ [σύν, θοίνη] mede-deelnemer aan een feestmaal, feestdisgenoot.

Russian (Dvoretsky)

συνθοινάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ соучастник пиршества, сотрапезник Eur.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
μέτοχος σε ευωχία, σε συμπόσιο, συμποσιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θοινάτωρ «συμποσιαστής, ευωχούμενος» (< θοινῶ «τρώγω, παρέχω συμπόσιο»)].

Greek Monotonic

συνθοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που λαμβάνει μέρος σε συμπόσιο, συνδαιτυμόνας, συμποσιαστής, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνθοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, μέτοχος ἐν τῇ εὐωχίᾳ, λαμβάνων μέρος εἰς αὐτήν, συνδαιτημὼν ἐν εὐωχίᾳ, Ἠλ. 638.

Middle Liddell

συν-θοινάτωρ, [ᾱ], ορος, ὁ,
a partaker in a feast, Eur.

English (Woodhouse)

guest at a feast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)