συνωχαδόν: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=<i>adv.</i><br />d'une manière continue, immédiatement, aussitôt.<br />'''Étymologie:''' [[συνέχω]], -δον. | |btext=<i>adv.</i><br />d'une manière continue, immédiatement, aussitôt.<br />'''Étymologie:''' [[συνέχω]], -δον. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνωχαδόν poët. voor συνοχηδόν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνωχᾰδόν:''' adv. [[συνέχω]] непрерывно, постоянно или тотчас же Hes. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''συνωχᾰδόν:''' επίρρ. ([[συνέχω]]), ποιητ. αντί [[συνοχηδόν]], λέγεται για χρόνο, [[συνεχώς]], αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''συνωχᾰδόν:''' επίρρ. ([[συνέχω]]), ποιητ. αντί [[συνοχηδόν]], λέγεται για χρόνο, [[συνεχώς]], αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνωχᾰδόν''': Ἐπίρρ. ([[συνέχω]]) ποιητ. ἀντὶ [[συνοχηδόν]], ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, διαρκῶς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θ. 690, Κόϊντ. Σμ. 14. 517· ― κατ’ ἄλλους, τοῦ λοιποῦ, ἐν τῷ μέλλοντι [[εὐθύς]]. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Α. Β. 609, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 701. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 22:25, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv., (συνέχω) poet. for συνοχηδόν, of time, perpetually, continually, Hes.Th.690, Q.S.14.517.--On the form, v. A.D. Adv.196.14.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière continue, immédiatement, aussitôt.
Étymologie: συνέχω, -δον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωχαδόν poët. voor συνοχηδόν.
Russian (Dvoretsky)
συνωχᾰδόν: adv. συνέχω непрерывно, постоянно или тотчас же Hes.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) χρον. συνεχώς, αδιάκοπα, αδιάλειπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. ωχ- της εκτεταμένης - ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. ὠμ-αδόν)].
Greek Monotonic
συνωχᾰδόν: επίρρ. (συνέχω), ποιητ. αντί συνοχηδόν, λέγεται για χρόνο, συνεχώς, αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
συνωχᾰδόν: Ἐπίρρ. (συνέχω) ποιητ. ἀντὶ συνοχηδόν, ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, διαρκῶς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θ. 690, Κόϊντ. Σμ. 14. 517· ― κατ’ ἄλλους, τοῦ λοιποῦ, ἐν τῷ μέλλοντι εὐθύς. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Α. Β. 609, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 701.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: continuously (Hes. Th. 390, Q. S.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. from ἔχω.
Middle Liddell
συνέχω poet. for συνοχηδόν
of time, perpetually, continually, Hes.