σωφρονιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />conseiller, précepteur, moniteur.<br />'''Étymologie:''' [[σωφρονίζω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />conseiller, précepteur, moniteur.<br />'''Étymologie:''' [[σωφρονίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σωφρονιστήρ''': ῆρος, ὁ, = [[σωφρονιστής]], Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 27. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., οἱ ὀδόντες τῆς φρονήσεως, ἄλλως κραντῆρες, Ἱππ. 252. 29, Ἡσύχ., κλπ.
|elnltext=σωφρονιστήρ -ῆρος, ὁ [σωφρονίζω] vermaner, terechtwijzer. ( geneesk. ) verstandskies
}}
{{elru
|elrutext='''σωφρονιστήρ:''' ῆρος ὁ наставник, руководитель, учитель (δήμων καὶ ἀρχόντων Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σωφρονιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[σωφρονιστής]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σωφρονιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[σωφρονιστής]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σωφρονιστήρ:''' ῆρος ὁ наставник, руководитель, учитель (δήμων καὶ ἀρχόντων Plut.).
|lstext='''σωφρονιστήρ''': ῆρος, ὁ, = [[σωφρονιστής]], Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 27. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., οἱ ὀδόντες τῆς φρονήσεως, ἄλλως κραντῆρες, Ἱππ. 252. 29, Ἡσύχ., κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=σωφρονιστήρ -ῆρος, ὁ [σωφρονίζω] vermaner, terechtwijzer. ( geneesk. ) verstandskies
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σωφρονιστήρ]], ῆρος, ὁ, = [[σωφρονιστής]], Plat.]
|mdlsjtxt=[[σωφρονιστήρ]], ῆρος, ὁ, = [[σωφρονιστής]], Plat.]
}}
}}

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρονιστήρ Medium diacritics: σωφρονιστήρ Low diacritics: σωφρονιστήρ Capitals: ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΗΡ
Transliteration A: sōphronistḗr Transliteration B: sōphronistēr Transliteration C: sofronistir Beta Code: swfronisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A = σωφρονιστής, Plu.Cat.Ma.27. II pl., wisdom-teeth (= κραντῆρες), Hp.Carn.13, Cleanth.Stoic.1.118, Ruf.Onom.51, Hsch., etc. III σωφρονιστὴρ λίθος at Thebes, which restored reason to Heracles, Paus.9.11.2.

German (Pape)

[Seite 1062] ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής; Plut. Cat. mai. 27; γυναικῶν, S. Emp. adv. mus. 11; im plur. die Weisheitszähne, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
conseiller, précepteur, moniteur.
Étymologie: σωφρονίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωφρονιστήρ -ῆρος, ὁ [σωφρονίζω] vermaner, terechtwijzer. ( geneesk. ) verstandskies

Russian (Dvoretsky)

σωφρονιστήρ: ῆρος ὁ наставник, руководитель, учитель (δήμων καὶ ἀρχόντων Plut.).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, ΜΑ
βλ. σωφρονιστήρας.

Greek Monotonic

σωφρονιστήρ: -ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονιστήρ: ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 27. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., οἱ ὀδόντες τῆς φρονήσεως, ἄλλως κραντῆρες, Ἱππ. 252. 29, Ἡσύχ., κλπ.

Middle Liddell

σωφρονιστήρ, ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής, Plat.]