σύμμορος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />associé, confédéré.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μείρομαι]].
|btext=ος, ον :<br />associé, confédéré.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μείρομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύμμορος''': -ον, ὡς τὸ [[συντελής]], ἡνωμένος ἐπὶ σκοπῷ φορολογίας, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, ἐπὶ τῶν ἐλασσόνων πολιτειῶν τῆς Βοιωτίας, Θουκ. 4. 93, πρβλ. Arnold 76.
|elnltext=σύμμορος -ον, Att. ook ξύμμορος [σύν, μόρα] tot dezelfde legerafdeling behorend als, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμμορος:''' обложенный данью или налогами, т. е. зависимый, подвластный (Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύμμορος:''' -ον, ενωμένος, συγχωνευμένος για φορολογικούς λόγους, [[υποτελής]] που καταβάλλει φόρους, σε Θουκ.
|lsmtext='''σύμμορος:''' -ον, ενωμένος, συγχωνευμένος για φορολογικούς λόγους, [[υποτελής]] που καταβάλλει φόρους, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύμμορος:''' обложенный данью или налогами, т. е. зависимый, подвластный (Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Thuc.).
|lstext='''σύμμορος''': -ον, ὡς τὸ [[συντελής]], ἡνωμένος ἐπὶ σκοπῷ φορολογίας, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, ἐπὶ τῶν ἐλασσόνων πολιτειῶν τῆς Βοιωτίας, Θουκ. 4. 93, πρβλ. Arnold 76.
}}
{{elnl
|elnltext=σύμμορος -ον, Att. ook ξύμμορος [σύν, μόρα] tot dezelfde legerafdeling behorend als, met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύμ-μορος, ον,<br />united for purposes of [[taxation]], Thuc.
|mdlsjtxt=σύμ-μορος, ον,<br />united for purposes of [[taxation]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμορος Medium diacritics: σύμμορος Low diacritics: σύμμορος Capitals: ΣΥΜΜΟΡΟΣ
Transliteration A: sýmmoros Transliteration B: symmoros Transliteration C: symmoros Beta Code: su/mmoros

English (LSJ)

ον, united in the same μόρα, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Th.4.93.

German (Pape)

[Seite 983] wie συντελής, mit zu Abgaben verpflichtet, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, und die ihnen unterthan waren, Thuc. 4, 93.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
associé, confédéré.
Étymologie: σύν, μείρομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμορος -ον, Att. ook ξύμμορος [σύν, μόρα] tot dezelfde legerafdeling behorend als, met dat.

Russian (Dvoretsky)

σύμμορος: обложенный данью или налогами, т. е. зависимый, подвластный (Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Thuc.).

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α
αυτός που ανήκε στην ίδια φορολογική κατηγορία («Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορος (< μόρα [Ι] «τάγμα»), πρβλ. ἔμ-μορος].

Greek Monotonic

σύμμορος: -ον, ενωμένος, συγχωνευμένος για φορολογικούς λόγους, υποτελής που καταβάλλει φόρους, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμορος: -ον, ὡς τὸ συντελής, ἡνωμένος ἐπὶ σκοπῷ φορολογίας, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, ἐπὶ τῶν ἐλασσόνων πολιτειῶν τῆς Βοιωτίας, Θουκ. 4. 93, πρβλ. Arnold 76.

Middle Liddell

σύμ-μορος, ον,
united for purposes of taxation, Thuc.