συνέξειμι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=sortir avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔξειμι]].
|btext=sortir avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔξειμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνέξειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo) [[ἐξέρχομαι]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], μετά τινος Θουκ. 3. 113· τινὶ Ξεν. Κύρ. 1. 4. 15, κτλ. ΙΙ. [[παρέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], [[νόσος]] σ. τῷ κάλλεϊ τῆς ὥρας Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.
|elnltext=συν-έξειμι [2. εἰμί] samen (met...) eropuit gaan, met dat..; Xen. Cyr. 1.4.15; milit. samen uitrukken met, met μετά + gen.. Thuc. 3.113.1.
}}
{{elru
|elrutext='''συνέξειμι:''' [[εἶμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[вместе выходить]] ([[μετά]] τινος Thuc. и τινί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[одновременно выделяться]] (τινί Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνέξειμι:''' ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]), [[εξέρχομαι]] μαζί ή με κάποιον, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.
|lsmtext='''συνέξειμι:''' ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]), [[εξέρχομαι]] μαζί ή με κάποιον, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνέξειμι:''' [[εἶμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[вместе выходить]] ([[μετά]] τινος Thuc. и τινί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[одновременно выделяться]] (τινί Arst.).
|lstext='''συνέξειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo) [[ἐξέρχομαι]] μετά τινος [[ὁμοῦ]], μετά τινος Θουκ. 3. 113· τινὶ Ξεν. Κύρ. 1. 4. 15, κτλ. ΙΙ. [[παρέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], [[νόσος]] σ. τῷ κάλλεϊ τῆς ὥρας Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-έξειμι [2. εἰμί] samen (met...) eropuit gaan, met dat..; Xen. Cyr. 1.4.15; milit. samen uitrukken met, met μετά + gen.. Thuc. 3.113.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἶμι]] ibo]<br />to go out [[along]] with or [[together]], Thuc.; c. dat., Xen.
|mdlsjtxt=[[εἶμι]] ibo]<br />to go out [[along]] with or [[together]], Thuc.; c. dat., Xen.
}}
}}

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέξειμι Medium diacritics: συνέξειμι Low diacritics: συνέξειμι Capitals: ΣΥΝΕΞΕΙΜΙ
Transliteration A: synéxeimi Transliteration B: synexeimi Transliteration C: synekseimi Beta Code: sune/ceimi

English (LSJ)

(εἶμι A ibo) go out along with or together, μετά τινων Th.3.113; τινι X.Cyr.1.4.15, Arist.Mete.388b14, etc.; ἅμα τισί J.BJ2.2.1. II pass away together, [νοῦσος] τῷ κάλλεϊ σ. τῆς ὥρης Aret.SD1.4.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. εἶμι), mit od. zugleich herausgehen; Thuc. 3, 113; τινί, Xen. Cyr. 1, 4, 15; Sp.

French (Bailly abrégé)

sortir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἔξειμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έξειμι [2. εἰμί] samen (met...) eropuit gaan, met dat..; Xen. Cyr. 1.4.15; milit. samen uitrukken met, met μετά + gen.. Thuc. 3.113.1.

Russian (Dvoretsky)

συνέξειμι: εἶμι
1) вместе выходить (μετά τινος Thuc. и τινί Xen.);
2) одновременно выделяться (τινί Arst.).

Greek Monolingual

ΜΑ
εξέρχομαι μαζί («συνεξῄει τῷ Κύρῳ», Ξεν.)
αρχ.
παρέρχομαι, περνώ μαζί («[νοῦσος] τῶ κάλλεϊ συνέξεισι τῆς ὥρης», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔξειμι (Ι) «βγαίνω έξω, αναχωρώ»].

Greek Monotonic

συνέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), εξέρχομαι μαζί ή με κάποιον, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐξέρχομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μετά τινος Θουκ. 3. 113· τινὶ Ξεν. Κύρ. 1. 4. 15, κτλ. ΙΙ. παρέρχομαι ὁμοῦ, νόσος σ. τῷ κάλλεϊ τῆς ὥρας Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to go out along with or together, Thuc.; c. dat., Xen.