τρίδραχμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />de la valeur de trois drachmes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[δραχμή]].
|btext=ος, ον :<br />de la valeur de trois drachmes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[δραχμή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρίδραχμος''': -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν ἢ βάρος τριῶν δραχμῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1202. ΙΙ. τρίδραχμον, τό, [[νόμισμα]] τριῶν δραχμῶν, Πολυδ. ϛʹ, 165.
|elnltext=τρίδραχμος -ον [τρι -, δραχμή] drie drachmen waard.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίδραχμος:''' [[весом или стоимостью в три драхмы]]: τρίδραχμόν τι ἐμπολᾶν Arph. продавать что-л. за три драхмы.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τρίδραχμος:''' -ον, αυτός που έχει αξία ή [[βάρος]] τριων δραχμών, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρίδραχμος:''' -ον, αυτός που έχει αξία ή [[βάρος]] τριων δραχμών, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρίδραχμος:''' [[весом или стоимостью в три драхмы]]: τρίδραχμόν τι ἐμπολᾶν Arph. продавать что-л. за три драхмы.
|lstext='''τρίδραχμος''': -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν ἢ βάρος τριῶν δραχμῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1202. ΙΙ. τρίδραχμον, τό, [[νόμισμα]] τριῶν δραχμῶν, Πολυδ. ϛʹ, 165.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίδραχμος -ον [τρι -, δραχμή] drie drachmen waard.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίδραχμος Medium diacritics: τρίδραχμος Low diacritics: τρίδραχμος Capitals: ΤΡΙΔΡΑΧΜΟΣ
Transliteration A: trídrachmos Transliteration B: tridrachmos Transliteration C: tridrachmos Beta Code: tri/draxmos

English (LSJ)

ον, A worth three drachmas, Id.Pax1202. II τρίδραχμος, ἡ, the threedrachma tax, PRyl.216.25, al. (ii/iii A. D.). III τρίδραχμον, τό, three drachmas, Poll.6.165.

German (Pape)

[Seite 1142] drei Drachmen werth, schwer, κάδοι Ar. Pax 1168; τὸ τρίδραχμον, drei Drachmen, Poll 9, 60.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de la valeur de trois drachmes.
Étymologie: τρεῖς, δραχμή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίδραχμος -ον [τρι -, δραχμή] drie drachmen waard.

Russian (Dvoretsky)

τρίδραχμος: весом или стоимостью в три драхмы: τρίδραχμόν τι ἐμπολᾶν Arph. продавать что-л. за три драхмы.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίδραχμος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το τρίδραχμο(ν)
νόμισμα τριών δραχμών
αρχ.
1. αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών δραχμών
2. το θηλ. ως ουσ.τρίδραχμος
φόρος τριών δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. ὀκτά-δραχμος].

Greek Monotonic

τρίδραχμος: -ον, αυτός που έχει αξία ή βάρος τριων δραχμών, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίδραχμος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν ἢ βάρος τριῶν δραχμῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1202. ΙΙ. τρίδραχμον, τό, νόμισμα τριῶν δραχμῶν, Πολυδ. ϛʹ, 165.

Middle Liddell

τρί-δραχμος, ον,
worth or weighing three drachms, Ar.

English (Woodhouse)

worth three drachmas

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)