ψαμμώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης, ες:<br />plein de sable.<br />'''Étymologie:''' [[ψάμμος]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />plein de sable.<br />'''Étymologie:''' [[ψάμμος]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψαμμώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[ψαμμοειδής]], [[ἀμμώδης]], Ἡρόδ. 2. 32· ― τὰ ψαμμώδη, ἀμμῶδες καθίζημα τῶν οὔρων, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· λέγονται καὶ ψ. ὑποστάσεις παρὰ Γαληνῷ.
|elnltext=ψαμμώδης -ες [ψάμμος] zanderig; geneesk. subst.: τὸ ψαμμωδές sediment (in urine).
}}
{{elru
|elrutext='''ψαμμώδης:''' [[песчаный]] ([[χῶρος]] Her.; τόποι Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψαμμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με άμμο, [[αμμώδης]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ψαμμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με άμμο, [[αμμώδης]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψαμμώδης:''' [[песчаный]] ([[χῶρος]] Her.; τόποι Arst.).
|lstext='''ψαμμώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[ψαμμοειδής]], [[ἀμμώδης]], Ἡρόδ. 2. 32· ― τὰ ψαμμώδη, ἀμμῶδες καθίζημα τῶν οὔρων, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· λέγονται καὶ ψ. ὑποστάσεις παρὰ Γαληνῷ.
}}
{{elnl
|elnltext=ψαμμώδης -ες [ψάμμος] zanderig; geneesk. subst.: τὸ ψαμμωδές sediment (in urine).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψαμμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like [[sand]], [[sandy]], Hdt.
|mdlsjtxt=ψαμμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like [[sand]], [[sandy]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαμμώδης Medium diacritics: ψαμμώδης Low diacritics: ψαμμώδης Capitals: ΨΑΜΜΩΔΗΣ
Transliteration A: psammṓdēs Transliteration B: psammōdēs Transliteration C: psammodis Beta Code: yammw/dhs

English (LSJ)

ες, sandy, Hdt.2.32, Aen.Tact. 8.2: τὰ ψ. sandy sediment in the urine, gravel, Hp.Aph.4.79, Gal. 6.571; called ψ. ὑποστάσεις by Id.17(1).836.

German (Pape)

[Seite 1391] ες, zsgzgn statt ψαμμοειδής, auch = sandig, sandreich, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
plein de sable.
Étymologie: ψάμμος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψαμμώδης -ες [ψάμμος] zanderig; geneesk. subst.: τὸ ψαμμωδές sediment (in urine).

Russian (Dvoretsky)

ψαμμώδης: песчаный (χῶρος Her.; τόποι Arst.).

Greek Monolingual

-ες / ψαμμώδης, -ῶδες, ΝΑ ψάμμος
αμμώδης
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψαμμώδη
το αμμώδες ίζημα τών ούρων.

Greek Monotonic

ψαμμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με άμμο, αμμώδης, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

ψαμμώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ ψαμμοειδής, ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 32· ― τὰ ψαμμώδη, ἀμμῶδες καθίζημα τῶν οὔρων, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· λέγονται καὶ ψ. ὑποστάσεις παρὰ Γαληνῷ.

Middle Liddell

ψαμμ-ώδης, ες εἶδος
like sand, sandy, Hdt.