συντεχνάζω: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=combiner, machiner (un complot, une ruse, <i>etc.</i>) avec, τινι ; <i>abs.</i> aider à machiner : ἀπάτην PLUT une fraude.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τεχνάζω]].
|btext=combiner, machiner (un complot, une ruse, <i>etc.</i>) avec, τινι ; <i>abs.</i> aider à machiner : ἀπάτην PLUT une fraude.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τεχνάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συντεχνάζω''': ἀπὸ κοινοῦ [[τεχνάζω]], ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· ἀπολ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος [[σχεδιάζω]] καὶ ῥαδιουργῶ, τινὶ Μάρκελλ. 11.
|elnltext=συν-τεχνάζω een listig plan helpen uitvoeren, samen in het complot zitten, met dat. met iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συντεχνάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе устраивать]], [[совместно затевать]] (ἀπάτην Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[действовать заодно]] (τινί Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συντεχνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κατεργάζομαι]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]] από κοινού με, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συντεχνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κατεργάζομαι]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]] από κοινού με, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συντεχνάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе устраивать]], [[совместно затевать]] (ἀπάτην Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[действовать заодно]] (τινί Plut.).
|lstext='''συντεχνάζω''': ἀπὸ κοινοῦ [[τεχνάζω]], ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· ἀπολ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος [[σχεδιάζω]] καὶ ῥαδιουργῶ, τινὶ Μάρκελλ. 11.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-τεχνάζω een listig plan helpen uitvoeren, samen in het complot zitten, met dat. met iem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[join]] in plots with, τινί Plut.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[join]] in plots with, τινί Plut.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεχνάζω Medium diacritics: συντεχνάζω Low diacritics: συντεχνάζω Capitals: ΣΥΝΤΕΧΝΑΖΩ
Transliteration A: syntechnázō Transliteration B: syntechnazō Transliteration C: syntechnazo Beta Code: suntexna/zw

English (LSJ)

help in contriving, ἀπάτην Plu.Tim.10: abs., join in plots with, τινι Id.Marc.20.

French (Bailly abrégé)

combiner, machiner (un complot, une ruse, etc.) avec, τινι ; abs. aider à machiner : ἀπάτην PLUT une fraude.
Étymologie: σύν, τεχνάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τεχνάζω een listig plan helpen uitvoeren, samen in het complot zitten, met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συντεχνάζω:
1) вместе устраивать, совместно затевать (ἀπάτην Plut.);
2) действовать заодно (τινί Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. επινοώ κάτι μαζί με κάποιον («καὶ συνετέχναζον οἱ τῶν Ρωμαίων στρατηγοί», Πλούτ.)
2. απόλ. σχεδιάζω και ραδιουργώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνάζω «μηχανεύομαι, ραδιουργώ» (< τέχνη)].

Greek Monotonic

συντεχνάζω: μέλ. -σω, κατεργάζομαι, μηχανεύομαι, επινοώ από κοινού με, τινί, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συντεχνάζω: ἀπὸ κοινοῦ τεχνάζω, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· ἀπολ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος σχεδιάζω καὶ ῥαδιουργῶ, τινὶ Μάρκελλ. 11.

Middle Liddell

fut. σω
to join in plots with, τινί Plut.