τρυσάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui fatigue <i>ou</i> épuise l'homme.<br />'''Étymologie:''' [[τρύω]], ανήρ.
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui fatigue <i>ou</i> épuise l'homme.<br />'''Étymologie:''' [[τρύω]], ανήρ.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῡσάνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ([[τρύω]]) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, [[οὐδέ]] με λάθει βαρεία [[τηλόθεν]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ [[ἴσως]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.
|elnltext=τρυσάνωρ -ορος [τρύω, ἀνήρ] van een uitgeputte man.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῡσάνωρ:''' ορος (ᾱ) adj. [[τρύω]] мучающий людей, т. е. мучительный: αὐδὰ τ. Soph. душераздирающий голос.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τρῡσάνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[τρύω]]), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.
|lsmtext='''τρῡσάνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[τρύω]]), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῡσάνωρ:''' ορος (ᾱ) adj. [[τρύω]] мучающий людей, т. е. мучительный: αὐδὰ τ. Soph. душераздирающий голос.
|lstext='''τρῡσάνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ([[τρύω]]) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, [[οὐδέ]] με λάθει βαρεία [[τηλόθεν]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ [[ἴσως]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.
}}
{{elnl
|elnltext=τρυσάνωρ -ορος [τρύω, ἀνήρ] van een uitgeputte man.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῡσ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, [[τρύω]]<br />[[wearying]] a man, Soph.
|mdlsjtxt=τρῡσ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, [[τρύω]]<br />[[wearying]] a man, Soph.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡσάνωρ Medium diacritics: τρυσάνωρ Low diacritics: τρυσάνωρ Capitals: ΤΡΥΣΑΝΩΡ
Transliteration A: trysánōr Transliteration B: trysanōr Transliteration C: trysanor Beta Code: trusa/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) of a weary man, αὐδά S.Ph.209 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui fatigue ou épuise l'homme.
Étymologie: τρύω, ανήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυσάνωρ -ορος [τρύω, ἀνήρ] van een uitgeputte man.

Russian (Dvoretsky)

τρῡσάνωρ: ορος (ᾱ) adj. τρύω мучающий людей, т. е. мучительный: αὐδὰ τ. Soph. душераздирающий голос.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< τρυσι- (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξ-άνωρ].

Greek Monotonic

τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (τρύω), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, οὐδέ με λάθει βαρεία τηλόθεν αὐδὰ τρυσάνωρ Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ ἴσως αὐδὰ τρυσάνωρ αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.

Middle Liddell

τρῡσ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, τρύω
wearying a man, Soph.