διασπαρακτός: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />mis en lambeaux, déchiré.<br />'''Étymologie:''' [[διασπαράσσω]].
|btext=ή, όν :<br />mis en lambeaux, déchiré.<br />'''Étymologie:''' [[διασπαράσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd.
}}
{{elru
|elrutext='''διασπᾰρακτός:''' [[разорванный на части]], [[растерзанный]] ([[σῶμα]] Πενθέως Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασπᾰρακτός:''' -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''διασπᾰρακτός:''' -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd.
}}
{{elru
|elrutext='''διασπᾰρακτός:''' [[разорванный на части]], [[растерзанный]] ([[σῶμα]] Πενθέως Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [from διασπᾰράσσω]<br />[[torn]] to pieces, Eur.
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [from διασπᾰράσσω]<br />[[torn]] to pieces, Eur.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπᾰρακτός Medium diacritics: διασπαρακτός Low diacritics: διασπαρακτός Capitals: ΔΙΑΣΠΑΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: diasparaktós Transliteration B: diasparaktos Transliteration C: diasparaktos Beta Code: diasparakto/s

English (LSJ)

ή, όν, torn to pieces, E.Ba.1220, Ael.NA12.7.

Spanish (DGE)

(διασπᾰρακτός) -ή, -όν
despedazado, destrozado del cuerpo de Penteo, E.Ba.1220
troceado, descuartizado διασπαρακτὰ κεῖται (κρέα βοῶν) γυμνὰ ὀστῶν Ael.NA 12.7.

German (Pape)

[Seite 603] zerrissen, Eur. Bacch. 1218.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mis en lambeaux, déchiré.
Étymologie: διασπαράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd.

Russian (Dvoretsky)

διασπᾰρακτός: разорванный на части, растерзанный (σῶμα Πενθέως Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διασπαρακτός: -ή, -όν, κατεσπαραγμένος, εἰς τεμάχια κατεσχισμένος, Εὐρ. Βάκχ. 1220, Αἰλ. π. Ζ. 12. 7.

Greek Monotonic

διασπᾰρακτός: -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

adj [from διασπᾰράσσω]
torn to pieces, Eur.