δημοκόλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />flatteur du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[κόλαξ]].
|btext=ακος (ὁ) :<br />flatteur du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[κόλαξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=δημοκόλαξ -ακος, ὁ [δῆμος, κόλαξ] vleier van het volk.
}}
{{elru
|elrutext='''δημοκόλαξ:''' ᾰκος ὁ льстящий народу Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημοκόλαξ:''' ὁ, [[κόλακας]] του δήμου, αυτός που κολακεύει τη λαϊκή [[μάζα]], τον όχλο, σε Λουκ.
|lsmtext='''δημοκόλαξ:''' ὁ, [[κόλακας]] του δήμου, αυτός που κολακεύει τη λαϊκή [[μάζα]], τον όχλο, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=δημοκόλαξ -ακος, ὁ [δῆμος, κόλαξ] vleier van het volk.
}}
{{elru
|elrutext='''δημοκόλαξ:''' ᾰκος ὁ льстящий народу Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[mob]]-[[flatterer]], Luc.
|mdlsjtxt=a [[mob]]-[[flatterer]], Luc.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοκόλᾰξ Medium diacritics: δημοκόλαξ Low diacritics: δημοκόλαξ Capitals: ΔΗΜΟΚΟΛΑΞ
Transliteration A: dēmokólax Transliteration B: dēmokolax Transliteration C: dimokolaks Beta Code: dhmoko/lac

English (LSJ)

ακος, ὁ, mob-flatterer, D.H.6.60, Luc.Dem.Enc.31.

Spanish (DGE)

-ακος, ὁ
adulador del pueblo πᾶς τύραννος ἐκ δημοκόλακος φύεται D.H.6.60, cf. Luc.Dem.Enc.31, de César, D.C.Epit.Xiph.10.7, de los sofistas, op. πολιτικός Mich.in EN 616.13.

German (Pape)

[Seite 563] ακος, ὁ, Volksschmeichler, Dion. Hal. 6, 60; Luc. Dem. enc. 31.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
flatteur du peuple.
Étymologie: δῆμος, κόλαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοκόλαξ -ακος, ὁ [δῆμος, κόλαξ] vleier van het volk.

Russian (Dvoretsky)

δημοκόλαξ: ᾰκος ὁ льстящий народу Luc.

Greek (Liddell-Scott)

δημοκόλαξ: ὁ, ὁ τὸν δῆμον κολακεύων, Διον.Ἁλ. 6.60, Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ.31.

Greek Monotonic

δημοκόλαξ: ὁ, κόλακας του δήμου, αυτός που κολακεύει τη λαϊκή μάζα, τον όχλο, σε Λουκ.

Middle Liddell

a mob-flatterer, Luc.