δακτυλήθρα: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />gant.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />gant.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δακτυλήθρα -ας, ἡ [δάκτυλος] handschoen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δακτῠλήθρα:''' ἡ [[рукавица]], [[перчатка]] Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δακτῠλήθρα:''' ἡ ([[δάκτυλος]]), προστατευτικό του δακτύλου, [[εξάρτημα]] για [[προστασία]] δαχτύλου ράφτη ή μοδίστρας, [[δαχτυλήθρα]] (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ξεν. | |lsmtext='''δακτῠλήθρα:''' ἡ ([[δάκτυλος]]), προστατευτικό του δακτύλου, [[εξάρτημα]] για [[προστασία]] δαχτύλου ράφτη ή μοδίστρας, [[δαχτυλήθρα]] (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δάκτυλος]]<br />a [[finger]]-[[sheath]], Xen. | |mdlsjtxt=[[δάκτυλος]]<br />a [[finger]]-[[sheath]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, (δάκτυλος) finger-sheath, X.Cyr.8.8.17, Clearch. 21; thumb-screw, LXX 4 Ma.8.13.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 dedil περὶ ἄκραις ταῖς χερσὶ ... δακτυλήθρας ἔχουσιν X.Cyr.8.8.17, δακτυλήθρας ἔχων ἐσθίειν λέγεται τὸ ὄψον Clearch.54, cf. Hdn.Epim.225, Simp.in Cat.238.29, Eust.927.57.
2 n. de un instrumento de tortura para los dedos, empulguera τροχούς τε καὶ ἀρθρέμβολα ... τήγανά τε καὶ δακτυλήθρας LXX 4Ma.8.13, ἄτοπα κολαστηρίων καὶ γένη ... δακτυλήθραν καὶ ποδοστράβην Synes.Ep.42.
German (Pape)
[Seite 520] ἡ, 1) Handschuh, Xen. Cyr. 8, 8, 9; Ath. I, 6 d. – 2) ein Marterwerkzeug, Synes.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gant.
Étymologie: δάκτυλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακτυλήθρα -ας, ἡ [δάκτυλος] handschoen.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλήθρα: ἡ рукавица, перчатка Xen.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλήθρα: ἡ, (δάκτυλος) θήκη διὰ τὸν δάκτυλον, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 17, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 6D· εἶδος βασανιστικοῦ ὀργάνου, Ἰώσηπ. Μακκ. 8. 12, Συνέσ. Ἐπ. 58.
Greek Monolingual
η
βλ. δαχτυλήθρα.
Greek Monotonic
δακτῠλήθρα: ἡ (δάκτυλος), προστατευτικό του δακτύλου, εξάρτημα για προστασία δαχτύλου ράφτη ή μοδίστρας, δαχτυλήθρα (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ξεν.