γυμνητικός: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les soldats armés à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνής]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne les soldats armés à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνής]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γυμνητικός -ή -όν [γυμνήτης] van een lichtgewapende soldaat:. σὺν τοῖς γυμνητικοῖς ὅπλοις met hun wapens van lichtgewapende soldaten Xen. Cyr. 1.2.4. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γυμνητικός:''' [[присвоенный легковооруженным войскам]] ([[ὅπλα]] Xen. и [[ὅπλον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γυμνητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τον [[ελαφρά]] οπλισμένο ([[γυμνής]]), σε Ξεν. | |lsmtext='''γυμνητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τον [[ελαφρά]] οπλισμένο ([[γυμνής]]), σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[γυμνής]]<br />of or for a [[light]]-[[armed]] [[soldier]] ([[γυμνής]]), Xen. | |mdlsjtxt=[[γυμνής]]<br />of or for a [[light]]-[[armed]] [[soldier]] ([[γυμνής]]), Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for a γυμνής, ὅπλα X.Cyr.1.2.4, Plu.Flam.4; τὸ γυμνητικόν, = γυμνητεία, Str.7.3.17.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 propio de un soldado de infantería ligera ὅπλα X.Cyr.1.2.4, Plu.Flam.4.
2 subst. τὸ γ. infantería ligera μεσότης δ' ἀμφοῖν (caballería e infantería) τὸ γ. Aristid.Quint.107.5, cf. Str.7.3.17.
German (Pape)
[Seite 509] zu Leichtbewaffneten gehörig, ὅπλα Xen. Cyr. 1, 2, 4; Plut. Flamin. 4; τό γ., = γυμνητία, Strab. VII p. 306.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les soldats armés à la légère.
Étymologie: γυμνής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνητικός -ή -όν [γυμνήτης] van een lichtgewapende soldaat:. σὺν τοῖς γυμνητικοῖς ὅπλοις met hun wapens van lichtgewapende soldaten Xen. Cyr. 1.2.4.
Russian (Dvoretsky)
γυμνητικός: присвоенный легковооруженным войскам (ὅπλα Xen. и ὅπλον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γυμνητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γυμνῆτα, ὅπλα Ξεν. Κύρ. 1.2,4, Πλούτ. Φλαμιν. 4· τὸ γυμνητικὸν =γυμνητεία, Στράβ. 306.
Greek Monolingual
γυμνητικός, -ή, -όν (Α) γυμνής
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε γυμνήτη
2. το ουδ. ως ουσ. το γυμνητικόν
η γυμνητεία.
Greek Monotonic
γυμνητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τον ελαφρά οπλισμένο (γυμνής), σε Ξεν.