πλωτήρ: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />navigateur.<br />'''Étymologie:''' [[πλώω]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br />navigateur.<br />'''Étymologie:''' [[πλώω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλωτήρ -ῆρος, ὁ [πλώω] zeeman. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλωτήρ:''' ῆρος ὁ мореплаватель, мореход Arph., Plat., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλωτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[πλώω]]), [[ναύτης]], [[θαλασσοπόρος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· περιλαμβάνει τους κωπηλάτες και τους άλλους ναύτες, σε Αριστ. | |lsmtext='''πλωτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[πλώω]]), [[ναύτης]], [[θαλασσοπόρος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· περιλαμβάνει τους κωπηλάτες και τους άλλους ναύτες, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πλωτήρ]], ῆρος, ὁ, [[πλώω]]<br />a [[sailor]], [[seaman]], Ar., Plat.; including rowers and navigators, Arist. | |mdlsjtxt=[[πλωτήρ]], ῆρος, ὁ, [[πλώω]]<br />a [[sailor]], [[seaman]], Ar., Plat.; including rowers and navigators, Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (πλώω) A sailor, seaman, Archyt. ap. Stob.3.1.112, Ar.Ec.1087, Pl.R. 489a; including rowers, navigators, and passengers, Arist.Pol.1276 b20, 1279a4, Plot.4.3.21; epithet of the Dioscuri, IG42(1).511 (Epid., ii A. D.). 2 swimmer, Nonn.D.1.65, al., Musae.2; of fishes, Opp. H.2.196. II as adjective, floating, λόφος Nonn.D.23.107.
German (Pape)
[Seite 639] ῆρος, ὁ, = πλώτης; Ar. Eccl. 1087, Plat. Rep. VI, 489 a u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
navigateur.
Étymologie: πλώω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλωτήρ -ῆρος, ὁ [πλώω] zeeman.
Russian (Dvoretsky)
πλωτήρ: ῆρος ὁ мореплаватель, мореход Arph., Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πλωτήρ: -ῆρος, ὁ, (πλώω) ναύτης, θαλασσοπόρος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1087, Πλάτ. Πολ. 489Α· περιλαμβάνει δὲ τὸ ὄνομα τούς τε ἐρέτας καὶ τοὺς ἄλλους ναύτας, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 2, πρβλ. 3. 6, 7. 2) κολυμβητής, Μουσαῖος 2.
Greek Monotonic
πλωτήρ: -ῆρος, ὁ (πλώω), ναύτης, θαλασσοπόρος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· περιλαμβάνει τους κωπηλάτες και τους άλλους ναύτες, σε Αριστ.
Middle Liddell
πλωτήρ, ῆρος, ὁ, πλώω
a sailor, seaman, Ar., Plat.; including rowers and navigators, Arist.