προαγωνιστής: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui combat avant, devant.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωνίζομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui combat avant, devant.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωνίζομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προαγωνιστής -οῦ, ὁ [προαγωνίζομαι] voorvechter.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰγωνιστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[передовой боец]] Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[борец]], [[защитник]] (τοῦ μύθου Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προᾰγωνιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον [[άλλο]], [[πρόμαχος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προᾰγωνιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον [[άλλο]], [[πρόμαχος]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προαγωνιστής -οῦ, ὁ [προαγωνίζομαι] voorvechter.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰγωνιστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[передовой боец]] Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[борец]], [[защитник]] (τοῦ μύθου Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,<br />one who fights for [[another]], a [[champion]], Plut.
|mdlsjtxt=προᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,<br />one who fights for [[another]], a [[champion]], Plut.
}}
}}

Revision as of 23:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωνιστής Medium diacritics: προαγωνιστής Low diacritics: προαγωνιστής Capitals: ΠΡΟΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: proagōnistḗs Transliteration B: proagōnistēs Transliteration C: proagonistis Beta Code: proagwnisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who fights for another, champion, Str. 16.4.25, Ph.2.312,542, Luc.Salt.14, Jul.Or.2.87a; π. τῆς δημοκρατίας Poll.4.34.

German (Pape)

[Seite 705] ὁ, Vorkämpfer, Luc. salt. 14; Verfechter, Vertheidiger, Poll. 3, 12; Plut. Lysand. 26 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui combat avant, devant.
Étymologie: προαγωνίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαγωνιστής -οῦ, ὁ [προαγωνίζομαι] voorvechter.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγωνιστής: οῦ ὁ
1) передовой боец Luc.;
2) борец, защитник (τοῦ μύθου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προαγωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑπὲρ ἄλλου τινὸς ἀγωνιζόμενος, πρόμαχος, Φίλων 2. 312, 542, Λουκ. π. Ὀρχ. 14· προαγ. λόγοι Πλουτ. Λύσανδρ. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προαγωνίζομαι
αυτός που αγωνίζεται για κάτι ή αυτός που αγωνίζεται πριν από κάποιον, υπέρμαχος, πρόμαχος (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», Στράβ.
β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», Πολυδ.)
νεοελλ.
αυτός που προγυμνάζεται, που προετοιμάζεται προκειμένου να πάρει μέρος σε έναν αγώνα.

Greek Monotonic

προᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον άλλο, πρόμαχος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

προᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,
one who fights for another, a champion, Plut.