γραμματοδιδασκαλεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />école enfantine.<br />'''Étymologie:''' γραμματοδιδάσκαλος.
|btext=ου (τό) :<br />école enfantine.<br />'''Étymologie:''' γραμματοδιδάσκαλος.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γραμματοδιδασκαλεῖον]] -ου, τό [[γραμματοδιδάσκαλος]] (basis)school.
}}
{{elru
|elrutext='''γραμματοδιδασκαλεῖον:''' τό [[начальная школа]] Luc., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=γραμματοδιδασκαλεῖον, το (Α)<br />[[σχολείο]] στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.
|mltxt=γραμματοδιδασκαλεῖον, το (Α)<br />[[σχολείο]] στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.
}}
{{elru
|elrutext='''γραμματοδιδασκαλεῖον:''' τό [[начальная школа]] Luc., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γραμματοδιδασκαλεῖον]] -ου, τό [[γραμματοδιδάσκαλος]] (basis)school.
}}
}}

Revision as of 11:10, 3 October 2022

English (LSJ)

τό, = γραμματεῖονΙΙ, Plu.2.712a, al.

Spanish (DGE)

-ου, τό
escuela elemental ὥστε γ. ἡμῖν γενέσθαι τὸ συμπόσιον Plu.2.712a, τὴν ... παιδικὴν ἡλικίαν παραλλάσσων ἐπέστη γραμματοδιδασκαλείῳ Plu.Alc.7, cf. 2.278e, SB 7268 (I/II d.C.).

German (Pape)

[Seite 504] τό, die Schule, Plut. Symp. 7, 8, 3; Luc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
école enfantine.
Étymologie: γραμματοδιδάσκαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματοδιδασκαλεῖον -ου, τό γραμματοδιδάσκαλος (basis)school.

Russian (Dvoretsky)

γραμματοδιδασκαλεῖον: τό начальная школа Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοδῐδασκαλεῖον: τό, = γραμματεῖον 4, Πλούτ. 2. 712Α.

Greek Monolingual

γραμματοδιδασκαλεῖον, το (Α)
σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.