καταπελτικός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] ή, όν, zur Katapulte gehörig; [[βέλος]], das Geschoß der Katapulte, Strab. VII, 330 Pol. 11, 11, 3; τὰ κατ. = οἱ καταπέλται 9, 41, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] ή, όν, zur Katapulte gehörig; [[βέλος]], das Geschoß der Katapulte, Strab. VII, 330 Pol. 11, 11, 3; τὰ κατ. = οἱ καταπέλται 9, 41, 5. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταπελτικός zie καταπαλτικός. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπελτικός:''' [[стрелометательный]] (ὄργανα καὶ βέλῃ Polyb.; [[βέλος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταπελτικός]] και [[καταπαλτικός]], -ή, -όν (Α) [[καταπέλτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταπέλτη («καταπελτικὰ ὄργανα καὶ βέλη», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>το καταπελτικά</i> ή <i>καταπαλτικά</i><br />οι καταπέλτες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταπελτικόν</i> ή <i>καταπαλτικόν</i><br />το αρχαίο «[[πυροβολικό]]», δηλ. οι συστοιχίες καταπελτών που έβαλλαν πυροφόρα βέλη (<b>Διόδ.</b>). | |mltxt=[[καταπελτικός]] και [[καταπαλτικός]], -ή, -όν (Α) [[καταπέλτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταπέλτη («καταπελτικὰ ὄργανα καὶ βέλη», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>το καταπελτικά</i> ή <i>καταπαλτικά</i><br />οι καταπέλτες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταπελτικόν</i> ή <i>καταπαλτικόν</i><br />το αρχαίο «[[πυροβολικό]]», δηλ. οι συστοιχίες καταπελτών που έβαλλαν πυροφόρα βέλη (<b>Διόδ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 3 October 2022
English (LSJ)
v. καταπαλτικός.
German (Pape)
[Seite 1369] ή, όν, zur Katapulte gehörig; βέλος, das Geschoß der Katapulte, Strab. VII, 330 Pol. 11, 11, 3; τὰ κατ. = οἱ καταπέλται 9, 41, 5.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπελτικός zie καταπαλτικός.
Russian (Dvoretsky)
καταπελτικός: стрелометательный (ὄργανα καὶ βέλῃ Polyb.; βέλος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπελτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καταπέλτην, βέλος Στράβ. 330· κ. ὄργανα καὶ βέλη Πολύβ. 11. 11, 3· τὰ κ. (ἐξυπακ. ὄργανα) = καταπέλται, 9. 41, 3· τὸ κ., ἡ τέχνη τοῦ χειρίζεσθαι τὸν καταπέλτην, Διόδ. 14, 42.
Greek Monolingual
καταπελτικός και καταπαλτικός, -ή, -όν (Α) καταπέλτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταπέλτη («καταπελτικὰ ὄργανα καὶ βέλη», Πολύβ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το καταπελτικά ή καταπαλτικά
οι καταπέλτες
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ καταπελτικόν ή καταπαλτικόν
το αρχαίο «πυροβολικό», δηλ. οι συστοιχίες καταπελτών που έβαλλαν πυροφόρα βέλη (Διόδ.).