πυρίαμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] τό, trockenes Schwitzbad; Arist. probl. 1, 55; Philist. bei Poll. 7, 168.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] τό, trockenes Schwitzbad; Arist. probl. 1, 55; Philist. bei Poll. 7, 168.
}}
{{elnl
|elnltext=πυρίᾱμα -ατος, τό, Ion. πυρίημα -ατος, τό [πυριάω] (warm) kompres.
}}
{{elru
|elrutext='''πῠρίᾱμα:''' ατος τό горячий компресс, припарка Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και ιων. τ. πυρίημα Α [[πυριῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> θερμό [[επίθεμα]] κατάλληλο για θεραπευτικούς σκοπούς, όπως [[είναι]] η [[φιάλη]] με θερμό [[νερό]], τα καταπλάσματα κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br />[[ατμόλουτρο]], [[πυρία]].
|mltxt=το, ΝΑ, και ιων. τ. πυρίημα Α [[πυριῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> θερμό [[επίθεμα]] κατάλληλο για θεραπευτικούς σκοπούς, όπως [[είναι]] η [[φιάλη]] με θερμό [[νερό]], τα καταπλάσματα κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br />[[ατμόλουτρο]], [[πυρία]].
}}
{{elru
|elrutext='''πῠρίᾱμα:''' ατος τό горячий компресс, припарка Arst.
}}
{{elnl
|elnltext=πυρίᾱμα -ατος, τό, Ion. πυρίημα -ατος, τό [πυριάω] (warm) kompres.
}}
}}

Revision as of 11:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίᾱμα Medium diacritics: πυρίαμα Low diacritics: πυρίαμα Capitals: ΠΥΡΙΑΜΑ
Transliteration A: pyríama Transliteration B: pyriama Transliteration C: pyriama Beta Code: puri/ama

English (LSJ)

Ion. πυρί-ημα, ατος, τό,= πυρία 1.2, Hp.Flat.9, Philist.63, Arist.Pr.866a24; = πυρία 1.1, Palaeph. 43.

German (Pape)

[Seite 821] τό, trockenes Schwitzbad; Arist. probl. 1, 55; Philist. bei Poll. 7, 168.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίᾱμα -ατος, τό, Ion. πυρίημα -ατος, τό [πυριάω] (warm) kompres.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίᾱμα: ατος τό горячий компресс, припарка Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίᾱμα: τό, = πυρία, Ἱππ. 298. 48, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, Φιλόστρ. 63.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και ιων. τ. πυρίημα Α πυριῶ
νεοελλ.
ιατρ. θερμό επίθεμα κατάλληλο για θεραπευτικούς σκοπούς, όπως είναι η φιάλη με θερμό νερό, τα καταπλάσματα κ.ά.
αρχ.
ατμόλουτρο, πυρία.