ποικιλόθρονος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui siège sur un trône de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[θρόνος]].
|btext=ος, ον :<br />qui siège sur un trône de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[θρόνος]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλόθρονος -ον [ποικίλος, θρόνος] op rijk versierde zetel zittend.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλόθρονος:''' [[восседающий на разукрашенном престоле]] ([[Ἀφροδίτη]] [[Sappho]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποικῐλόθρονος:''' -ον, αυτός που κάθεται σε θρόνο πεποικιλμένο, σε [[Σαπφώ]].
|lsmtext='''ποικῐλόθρονος:''' -ον, αυτός που κάθεται σε θρόνο πεποικιλμένο, σε [[Σαπφώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλόθρονος:''' [[восседающий на разукрашенном престоле]] ([[Ἀφροδίτη]] [[Sappho]]).
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλόθρονος -ον [ποικίλος, θρόνος] op rijk versierde zetel zittend.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόθρονος Medium diacritics: ποικιλόθρονος Low diacritics: ποικιλόθρονος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: poikilóthronos Transliteration B: poikilothronos Transliteration C: poikilothronos Beta Code: poikilo/qronos

English (LSJ)

ον, on richly-worked throne, Ἀφροδίτα Sapph.1 (v.l. ποικιλόφρον').

German (Pape)

[Seite 650] auf buntem, mannichfach verziertem Sitze thronend, Sappho 1, 1, Ἀφροδίτη.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège sur un trône de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, θρόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόθρονος -ον [ποικίλος, θρόνος] op rijk versierde zetel zittend.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόθρονος: восседающий на разукрашенном престоле (Ἀφροδίτη Sappho).

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόθρονος: -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα».

Greek Monotonic

ποικῐλόθρονος: -ον, αυτός που κάθεται σε θρόνο πεποικιλμένο, σε Σαπφώ.