λεοντοκέφαλος: Difference between revisions
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à tête de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[κεφαλή]]. | |btext=ος, ον :<br />à tête de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[κεφαλή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεοντοκέφᾰλος:''' [[львиноголовый]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεοντοκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[κεφάλι]] λιονταριού, σε Λουκ. | |lsmtext='''λεοντοκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[κεφάλι]] λιονταριού, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λεοντο-κέφᾰλος, ον [[κεφαλή]]<br />[[lion]]-headed, Luc. | |mdlsjtxt=λεοντο-κέφᾰλος, ον [[κεφαλή]]<br />[[lion]]-headed, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, lion-headed, παραιετίδες, of gargoyles, IG22.1627.303, prob. in 1666 B 19,29, cf. Luc.Herm.44:—also λεοντο-κεφᾰλή, ἡ, lion-headed gargoyle, SIG 241.107, 117 (Delph., iv B.C., in Dor. form -ά), IG42(1).102.294, 303 (Epid.).
German (Pape)
[Seite 28] löwenköpfig; Att. Seew. p. 407; Luc. Hermot. 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à tête de lion.
Étymologie: λέων, κεφαλή.
Russian (Dvoretsky)
λεοντοκέφᾰλος: львиноголовый Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντοκέφᾰλος: -ον, ἔχων κεφαλὴν λέοντος, Λουκ. Ἑρμότ. 44.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λεοντοκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού («κυνοκεφάλους τινὰς ὄντας καὶ λεοντοκεφάλους ἀνθρώπους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βουκέφαλος, κυνοκέφαλος.
Greek Monotonic
λεοντοκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού, σε Λουκ.