κοσμοκόμης: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui orne <i>ou</i> arrange la coiffure.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμος]], [[κόμη]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui orne <i>ou</i> arrange la coiffure.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμος]], [[κόμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμοκόμης:''' ου adj. m причесывающий волосы, (вообще) расчесывающий ([[κτείς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοσμοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ.
|lsmtext='''κοσμοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμοκόμης:''' ου adj. m причесывающий волосы, (вообще) расчесывающий ([[κτείς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοσμο-[[κόμης]], ου, [[κόμη]]<br />[[dressing]] the [[hair]], Anth.
|mdlsjtxt=κοσμο-[[κόμης]], ου, [[κόμη]]<br />[[dressing]] the [[hair]], Anth.
}}
}}

Revision as of 12:18, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοκόμης Medium diacritics: κοσμοκόμης Low diacritics: κοσμοκόμης Capitals: ΚΟΣΜΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: kosmokómēs Transliteration B: kosmokomēs Transliteration C: kosmokomis Beta Code: kosmoko/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ, dressing the hair, κτείς AP6.247 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui orne ou arrange la coiffure.
Étymologie: κόσμος, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοκόμης: ου adj. m причесывающий волосы, (вообще) расчесывающий (κτείς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοκόμης: -ου, ὁ, ὁ κοσμῶν, καλλωπίζων τὴν κόμην, κτεὶς Ἀνθ. Π. 6. 247.

Greek Monolingual

κοσμοκόμης, -ου, ὁ (Α)
(για χτένα) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -κόμης (< κόμη), πρβλ. δενδρο-κόμης, κισσο-κόμης.

Greek Monotonic

κοσμοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

κοσμο-κόμης, ου, κόμη
dressing the hair, Anth.