Λάκων: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος;<br /><i>adj. m.</i><br />de Lacédémone, lacédémonien.
|btext=ωνος;<br /><i>adj. m.</i><br />de Lacédémone, lacédémonien.
}}
{{elru
|elrutext='''Λάκων:''' ωνος (ᾰ) adj. m [[лаконский]], [[лакедемонский]], [[спартанский]] Pind., Arst. etc.<br />ωνος ὁ [[лаконец]], [[лакедемонянин]], [[спартанец]] Pind., Arst. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Λάκων:''' [ᾰ], -ωνος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κάτοικος]] της Λακωνικής ή [[Λακεδαιμόνιος]] (λέγεται για άνδρα), όπως [[Λάκαινα]] (λέγεται για [[γυναίκα]]), σε Πίνδ., Αριστοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[Λακωνικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''Λάκων:''' [ᾰ], -ωνος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κάτοικος]] της Λακωνικής ή [[Λακεδαιμόνιος]] (λέγεται για άνδρα), όπως [[Λάκαινα]] (λέγεται για [[γυναίκα]]), σε Πίνδ., Αριστοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[Λακωνικός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''Λάκων:''' ωνος (ᾰ) adj. m [[лаконский]], [[лакедемонский]], [[спартанский]] Pind., Arst. etc.<br />ωνος ὁ [[лаконец]], [[лакедемонянин]], [[спартанец]] Pind., Arst. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λᾰ́κων Medium diacritics: Λάκων Low diacritics: Λάκων Capitals: ΛΑΚΩΝ
Transliteration A: Lákōn Transliteration B: Lakōn Transliteration C: Lakon Beta Code: *la/kwn

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ, A a Laconian or Lacedaemonian, prop. of men, as Λάκαινα of women (Phryn.321), Pi.P.11.16, Hdt.7.161, Th.3.5, Ar. Ach.303, etc. (never in Trag.): also as adjective, Laconian, λόγος S.Fr. 176; πέπλοι AP6.292 (Hedyl.). II Λάκων, ὁ, a throw of the dice, Eub.57.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
adj. m.
de Lacédémone, lacédémonien.

Russian (Dvoretsky)

Λάκων: ωνος (ᾰ) adj. m лаконский, лакедемонский, спартанский Pind., Arst. etc.
ωνος ὁ лаконец, лакедемонянин, спартанец Pind., Arst. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Λάκων: [ᾰ], -ωνος, κάτοικος Λακωνικῆς, κυρίως ἐπὶ ἀνδρός, τὸ δὲ Λάκαινα ἐπὶ γυναικὸς (Φρύνιχ. ἐν λέξ.), Πινδ. Π. 11. 24, Ἀριστοφ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρὰ Τραγ.· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., Λακωνικός, λόγος Σοφ. Ἀποσπ. 186· πέπλος Ἀνθ. Π. 6. 292· πρβλ Λοβεκ. Φρύνιχ. 341· θηλ. Λάκαινα, ὃ ἴδε. ΙΙ. Λάκων, ὁ βόλος τις τῶν κύβων, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2, 3.

English (Slater)

Λᾰκων
1 Spartan Λάκωνος Ὀρέστα (cf. (N. 11.34) ) (P. 11.16)

Greek Monotonic

Λάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ,
I. κάτοικος της Λακωνικής ή Λακεδαιμόνιος (λέγεται για άνδρα), όπως Λάκαινα (λέγεται για γυναίκα), σε Πίνδ., Αριστοφ., κ.λπ.
II. ως επίθ., Λακωνικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

Λᾰ́κων, ωνος,
I. a Laconian or Lacedaemonian, of men, as Λάκαινα of women, Pind., Ar., etc.
II. as adj. Laconian, Anth.

Frisk Etymology German

Λάκων: -ωνος
{Lákōn.}
Forms: f. Λάκαινα
Grammar: m.,
Meaning: ‘Lakonier, Lakedaimonier, -in’, N. der Bewohner Lakoniens (Lakedaimons), auch als Adj. (f. auch Λακωνίς) lakonisch, lakedaimonisch (seit Thgn., Pi.).
Composita: Einzelne Kompp. wie λακωνομανέω in lakonischer Weise verrückt sein, μισολάκων Lakonierhasser, Spartafeind (Ar.).
Derivative: Davon Λακωνικός lakonisch (ion. att.), Λακώνιον N. eines weiblichen Kleidungsstücks (Pap.); λακωνίζω ‘wie ein L. auftreten, gesinnt sein, sprechen’ (att.; Schwyzer 736) mit Λακωνισταί m. pl. ‘Parteigänger der L.’ (Fraenkel Nom. ag. 2, 71), -ισμός ‘L.-freundliches Benehmen’ (X. u. a.).
Etymology: Nach Dittenberger Herm. 41, 196 hypokoristisch für das offizielle Λακεδαιμόνιος, weshalb f. Λάκαινα (für Λακεδαιμονία) fast alleinherrschend ist; vgl. Chantraine Études 108m. A. 2. Krahe IF 57, 119 zieht den Namen als mutmaßlich illyrisch zu Lacinium Vorgebirge in Süditalien, Iuno Lacinia.
Page 2,76