αἰτητός: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />demandé, souhaité.<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]].
|btext=ή, όν :<br />demandé, souhaité.<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰτητός:''' [adj. verb. к [[αἰτέω]] просимый, требуемый: [[δωρητός]], οὐκ αἰ. Soph. преподнесенный как дар, а не выпрошенный.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰτητός:''' -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰτέω]], ο ζητούμενος, αυτός που ζητεί [[κάποιος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''αἰτητός:''' -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰτέω]], ο ζητούμενος, αυτός που ζητεί [[κάποιος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰτητός:''' [adj. verb. к [[αἰτέω]] просимый, требуемый: [[δωρητός]], οὐκ αἰ. Soph. преподнесенный как дар, а не выпрошенный.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἰτέω]]<br />asked for, Soph.
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἰτέω]]<br />asked for, Soph.
}}
}}

Revision as of 12:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτητός Medium diacritics: αἰτητός Low diacritics: αιτητός Capitals: ΑΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: aitētós Transliteration B: aitētos Transliteration C: aititos Beta Code: ai)thto/s

English (LSJ)

όν, verb. Adj. asked for, ἀρχὴν δωρητόν, οὐκ αἰτητόν freely given, not asked for, S.OT384.

Spanish (DGE)

-όν
1 solicitado, pedido ἀρχὴν οὐκ αἰτητόν S.OT 384.
2 lóg., subst. τὸ αἰ. postulado ἡ τῶν αἰτητῶν φύσις Gal.Ins.Log.14.11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
demandé, souhaité.
Étymologie: αἰτέω.

Russian (Dvoretsky)

αἰτητός: [adj. verb. к αἰτέω просимый, требуемый: δωρητός, οὐκ αἰ. Soph. преподнесенный как дар, а не выпрошенный.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτητός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ζητεῖ τις, ἀρχὴν δωρητὸν οὐκ αἰτητόν, δωρεὰν δοθεῖσαν, μὴ αἰτηθεῖσαν, Σοφ. Ο. Τ. 384.

Greek Monolingual

αἰτητός, -ή, -όν (Α) αἰτῶ
1. αυτός ο οποίος ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί κανείς
2. «οὐκ αἰτητός», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, χωρίς να ζητηθεί.

Greek Monotonic

αἰτητός: -όν, ρημ. επίθ. του αἰτέω, ο ζητούμενος, αυτός που ζητεί κάποιος, σε Σοφ.

Middle Liddell

verb. adj. of αἰτέω
asked for, Soph.