βομβητής: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />bourdonnant (essaim).<br />'''Étymologie:''' [[βομβέω]].
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />bourdonnant (essaim).<br />'''Étymologie:''' [[βομβέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''βομβητής:''' οῦ adj. m гудящий, жужжащий ([[ἑσμός]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βομβητής:''' -οῦ, ὁ ([[βομβέω]]), [[βομβητής]], [[σειρήνα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''βομβητής:''' -οῦ, ὁ ([[βομβέω]]), [[βομβητής]], [[σειρήνα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βομβητής:''' οῦ adj. m гудящий, жужжащий ([[ἑσμός]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βομβέω]]<br />a hummer, buzzer, Anth.
|mdlsjtxt=[[βομβέω]]<br />a hummer, buzzer, Anth.
}}
}}

Revision as of 12:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβητής Medium diacritics: βομβητής Low diacritics: βομβητής Capitals: ΒΟΜΒΗΤΗΣ
Transliteration A: bombētḗs Transliteration B: bombētēs Transliteration C: vomvitis Beta Code: bombhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, buzzing, ἑσμός AP6.236 (Phil.):—fem. βομβ-ήτρια, Νύμφαι Orph.H.51.9.

Spanish (DGE)

-οῦ
zumbón, zumbador de un enjambre de abejas AP 6.236 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 453] ἑσμός, der summende, Philip. 30 (VI, 236).

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
bourdonnant (essaim).
Étymologie: βομβέω.

Russian (Dvoretsky)

βομβητής: οῦ adj. m гудящий, жужжащий (ἑσμός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βομβητής: -οῦ, ὁ, ὁ βομβῶν, Ἀνθ. Π. 6. 236.

Greek Monolingual

ο (Α βομβητής) βομβώ
νεοελλ.
1. μικρόσωμος φρύνος της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας
2. ηλεκτρομαγνητική συσκευή που χρησιμοποιείται στην τηλεγραφία και εκπέμπει χαρακτηριστικό ήχο ο οποίος ερμηνεύεται ως μήνυμα
αρχ.
αυτός που παράγει βόμβο.

Greek Monotonic

βομβητής: -οῦ, ὁ (βομβέω), βομβητής, σειρήνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

βομβέω
a hummer, buzzer, Anth.