βερβέριον: Difference between revisions

From LSJ

κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0442.png Seite 442]] τό, Anacr. frg. 19 (Ath. XII, 533 f), ein ärmliches Kleid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0442.png Seite 442]] τό, Anacr. frg. 19 (Ath. XII, 533 f), ein ärmliches Kleid.
}}
{{elru
|elrutext='''βερβέριον:''' τό [[рубище]] Anacr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βερβέριον]], το (Α)<br />τριμμένο, παλιό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>βερρόν</i> ή <i>βειρόν</i> «δασύ» (<b>Ησύχ.</b>). Η [[σύνδεση]] με λατ. <i>burra</i> «μάλλινο [[ένδυμα]], [[μαλλί]]», <i>reburrus</i> «με ορθωμένες τις [[τρίχες]], [[πεισματάρης]]» [[είναι]] αβέβαιη].
|mltxt=[[βερβέριον]], το (Α)<br />τριμμένο, παλιό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>βερρόν</i> ή <i>βειρόν</i> «δασύ» (<b>Ησύχ.</b>). Η [[σύνδεση]] με λατ. <i>burra</i> «μάλλινο [[ένδυμα]], [[μαλλί]]», <i>reburrus</i> «με ορθωμένες τις [[τρίχες]], [[πεισματάρης]]» [[είναι]] αβέβαιη].
}}
{{elru
|elrutext='''βερβέριον:''' τό [[рубище]] Anacr.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 12:31, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βερβέριον Medium diacritics: βερβέριον Low diacritics: βερβέριον Capitals: ΒΕΡΒΕΡΙΟΝ
Transliteration A: berbérion Transliteration B: berberion Transliteration C: ververion Beta Code: berbe/rion

English (LSJ)

τό, shabby garment, Anacr.21.3.

Spanish (DGE)

-ου, τό traje raído Anacr.82.1.

German (Pape)

[Seite 442] τό, Anacr. frg. 19 (Ath. XII, 533 f), ein ärmliches Kleid.

Russian (Dvoretsky)

βερβέριον: τό рубище Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

βερβέριον: τό, ἔνδυμα πτωχόν, Ἀνακρ. 19, ἔνθα ἴδε Bgk.

Greek Monolingual

βερβέριον, το (Α)
τριμμένο, παλιό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. < βερρόν ή βειρόν «δασύ» (Ησύχ.). Η σύνδεση με λατ. burra «μάλλινο ένδυμα, μαλλί», reburrus «με ορθωμένες τις τρίχες, πεισματάρης» είναι αβέβαιη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: kind of headdress (Anacr. 21, 3; LSJSup.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Older suggestions which started from a meaning shabby garment must now be abandoned.

Frisk Etymology German

βερβέριον: {berbérion}
Grammar: n.
Meaning: ärmliches Kleid (Anakr. 21, 3).
Etymology: Reduplizierte Bildung, vgl. βερρόν und βειρόν· δασύ, auch βίρροξ· δασύ. Μακεδόνες H. — Daran erinnert lat. burra zottiges Gewand, Wolle, reburrus widerhaarig (Fick KZ 22, 203). Sonst ohne Anknüpfung. Vgl. W.-Hofmann s. v. und s. birrus. S. auch βύρσα.
Page 1,233