Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὐτόμολος: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vient de soi-même ; <i>particul.</i> transfuge, déserteur, qui passe d'un camp dans un autre.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[μολοῦμαι]], de [[βλώσκω]].
|btext=ος, ον :<br />qui vient de soi-même ; <i>particul.</i> transfuge, déserteur, qui passe d'un camp dans un autre.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[μολοῦμαι]], de [[βλώσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόμολος:'''<br /><b class="num">I</b> 2 пришедший по своей воле, т. е. своенравный ([[πόθος]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ перебежчик Her., Xen., Diod., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόμολος:''' -ον ([[μολεῖν]]), αυτός που πηγαίνει από [[μόνος]] του, [[απρόσκλητος]]· ως ουσ., [[λιποτάκτης]], σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''αὐτόμολος:''' -ον ([[μολεῖν]]), αυτός που πηγαίνει από [[μόνος]] του, [[απρόσκλητος]]· ως ουσ., [[λιποτάκτης]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόμολος:'''<br /><b class="num">I</b> 2 пришедший по своей воле, т. е. своенравный ([[πόθος]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ перебежчик Her., Xen., Diod., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:32, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόμολος Medium diacritics: αὐτόμολος Low diacritics: αυτόμολος Capitals: ΑΥΤΟΜΟΛΟΣ
Transliteration A: autómolos Transliteration B: automolos Transliteration C: aftomolos Beta Code: au)to/molos

English (LSJ)

ον, A going of oneself, without bidding, Opp.H.3.360; coming of oneself, AP 5.21 (Rufin.):—but mostly, 2 as substantive, deserter, Hdt.3.156, al., Th.4.118, al.; παρά τινος X.An.1.7.2; γυνὴ αὐ. Hdt.9.76. Adv. αὐτομόλως = treacherously, S.Fr.691.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que va por propia iniciativa, voluntariamente πείσαντα ... πολείτας (sic) αὐτομόλους στρατεύσασθαι habiendo convencido a los ciudadanos de emprender una campaña voluntariamente, LW 107.14 (Teos I a./d.C.), ἥλικες ... κλητοί τ' αὐτόμολοί τε Opp.H.3.360, ταῦρος AP 5.22 (Rufin.), μηδενὸς καλοῦντος, αὐ. φέρων Eus.Marcell.2.4, ἴτω ... αὐ. μὲν μηδείς ..., περιμενέτω δὲ κλῆσιν Cyr.Al.M.68.728A.
2 subst. desertor, tránsfuga ἀληθέως αὐ. Hdt.3.156, τοὺς δὲ αὐτομόλους μὴ δέχεσθαι Th.4.118, ἥκοντες αὐτόμολοι παρὰ μεγάλου βασιλέως X.An.1.7.2, γυνὴ ἐπῆλθε αὐ. Hdt.9.76, μετὰ τῶν αὐτομόλων ἀναγεγράφθαι ser inscrito entre los desertores Isoc.18.49, cf. Aen.Tact.22.14, 40.5, Polyaen.1.48.5, 7.13, 7.25, Men.Asp.43, Plb.1.67.7, 4.57.8, Philost.HE 2.5
οἱ Αὐτόμολοι Los Desertores tít. de una obra de Ferécrates, Pherecr.22-36.
II adv. -ως traidoramente s. cont., S.Fr.691.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient de soi-même ; particul. transfuge, déserteur, qui passe d'un camp dans un autre.
Étymologie: αὐτός, μολοῦμαι, de βλώσκω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόμολος:
I 2 пришедший по своей воле, т. е. своенравный (πόθος Anth.).
II ὁ перебежчик Her., Xen., Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόμολος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἄκλητος ἐρχόμενος, κλητοί τ’ αὐτόμολοί τε Ὀππ. Ἁλ. 3. 360, Ἀνθ. Π. 5. 22· ἀλλὰ πρὸ πάντων, 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ αὐτομολῶν εἰς τὸν ἐχθρόν, Ἡρόδ. 3. 156, κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 118, κ. ἀλλ.· παρά τινος Ξεν. Ἀν. 1. 7, 2· γυνὴ αὐτόμολος Ἡρόδ. 9. 76. ― Ἐπίρρ. αὐτομόλως, «προδοτικῶς, Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 617)· ― καὶ αὐτομολεί, ἐπίρρ., Φωτ. Ἀμφιλοχ. σ. 343, ἔκδ. Σ. Οἰκ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτόμολος, -ον)
(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους
αρχ.
Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος
II. επίρρ. αὐτομόλως
προδοτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + (θ.) μολ-, έμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι» (πρβλ. αγχίμολος)].

Greek Monotonic

αὐτόμολος: -ον (μολεῖν), αυτός που πηγαίνει από μόνος του, απρόσκλητος· ως ουσ., λιποτάκτης, σε Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

μολεῖν
going of oneself, without bidding: as substantive a deserter, Hdt., attic

English (Woodhouse)

runaway

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)