γεραιόφλοιος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la peau ridée.<br />'''Étymologie:''' [[γεραιός]], [[φλοιός]].
|btext=ος, ον :<br />à la peau ridée.<br />'''Étymologie:''' [[γεραιός]], [[φλοιός]].
}}
{{elru
|elrutext='''γεραιόφλοιος:''' [[со сморщенной кожицей]], [[сморщенный]] (σῦκα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεραιόφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο [[δέρμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''γεραιόφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο [[δέρμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γεραιόφλοιος:''' [[со сморщенной кожицей]], [[сморщенный]] (σῦκα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=with old, [[wrinkled]] [[skin]], Anth.
|mdlsjtxt=with old, [[wrinkled]] [[skin]], Anth.
}}
}}

Revision as of 12:39, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεραιόφλοιος Medium diacritics: γεραιόφλοιος Low diacritics: γεραιόφλοιος Capitals: ΓΕΡΑΙΟΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: geraióphloios Transliteration B: geraiophloios Transliteration C: geraiofloios Beta Code: geraio/floios

English (LSJ)

ον, with old, wrinkled skin, σῦκα AP6.102 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ον
de piel vieja, e.d. arrugada σῦκα AP 6.102 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 485] mit alter, runzlicher Rinde, σῦκα Philip. 20 (VI, 102).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la peau ridée.
Étymologie: γεραιός, φλοιός.

Russian (Dvoretsky)

γεραιόφλοιος: со сморщенной кожицей, сморщенный (σῦκα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γεραιόφλοιος: -ον, ἔχων πεπαλαιωμένον, ἐρρυτιδωμένον φλοιόν, δέρμα, Ἀνθ.II. 6. 102.

Greek Monolingual

γεραιόφλοιος, -ον (Α)
(για δέντρο) με γέρικο φλοιό, γεμάτο ρυτίδες.

Greek Monotonic

γεραιόφλοιος: -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο δέρμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

with old, wrinkled skin, Anth.