διήνεμος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />exposé aux vents ; situé sur une hauteur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἄνεμος]]. | |btext=ος, ον :<br />exposé aux vents ; situé sur une hauteur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἄνεμος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διήνεμος:''' [[овеваемый ветрами]], [[открытый для ветров]] ([[πάτρα]] Soph.; ταρσοί Anacr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διήνεμος:''' -ον ([[ἄνεμος]]), παρασυρμένος από τον άνεμο, εκτεθειμένος σε αυτόν, ψηλός, σε Σοφ. | |lsmtext='''διήνεμος:''' -ον ([[ἄνεμος]]), παρασυρμένος από τον άνεμο, εκτεθειμένος σε αυτόν, ψηλός, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δι-ήνεμος, ον <i>adj</i> [[ἄνεμος]]<br />blown [[through]], [[wind]]-swept, Soph. | |mdlsjtxt=δι-ήνεμος, ον <i>adj</i> [[ἄνεμος]]<br />blown [[through]], [[wind]]-swept, Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, blown through, wind-swept, πάτρα S.Tr.327.
Spanish (DGE)
-ον
expuesto a los vientos πάτρα S.Tr.327, τὰ πέταλα τῶν δένδρων ... διήνεμον ἔχει τὴν φύσιν Ph.Byz.Mir.1
•fig. que se marcha con el viento ὁ χρυσὸς ὅταν με φεύγῃ ... διηνέμοις ... ταρσοῖς Anacreont.58.3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exposé aux vents ; situé sur une hauteur.
Étymologie: διά, ἄνεμος.
Russian (Dvoretsky)
διήνεμος: овеваемый ветрами, открытый для ветров (πάτρα Soph.; ταρσοί Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
διήνεμος: -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου προσβαλλόμενος, ὑψηλός, πάτρα Σοφ. Τρ. 327.
Greek Monolingual
διήνεμος, -ον (Α)
ο εκτεθειμένος στον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + -ήνεμος < άνεμος].
Greek Monotonic
διήνεμος: -ον (ἄνεμος), παρασυρμένος από τον άνεμο, εκτεθειμένος σε αυτόν, ψηλός, σε Σοφ.