διειρωνόξενος: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui trompe par une feinte hospitalité.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[εἰρωνεύομαι]], [[ξένος]].
|btext=ος, ον :<br />qui trompe par une feinte hospitalité.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[εἰρωνεύομαι]], [[ξένος]].
}}
{{elru
|elrutext='''διειρωνόξενος:''' притворно-гостеприимный, т. е. обманывающий гостей Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διειρωνόξενος:''' -ον, φαινομενικά [[φιλόξενος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''διειρωνόξενος:''' -ον, φαινομενικά [[φιλόξενος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διειρωνόξενος:''' притворно-гостеприимный, т. е. обманывающий гостей Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δι-ειρωνό-ξενος, ον <i>adj</i><br />[[dissembling]] with one's guests, Ar.
|mdlsjtxt=δι-ειρωνό-ξενος, ον <i>adj</i><br />[[dissembling]] with one's guests, Ar.
}}
}}

Revision as of 12:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διειρωνόξενος Medium diacritics: διειρωνόξενος Low diacritics: διειρωνόξενος Capitals: ΔΙΕΙΡΩΝΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: dieirōnóxenos Transliteration B: dieirōnoxenos Transliteration C: dieironoksenos Beta Code: dieirwno/cenos

English (LSJ)

ον, (εἴρων) dissembling with one's guests, treacherous under the mask of hospitality, Ar.Pax623.

Spanish (DGE)

-ον
falso con los huéspedes de los laconios, Ar.Pax 623.

German (Pape)

[Seite 618] Fremde unter dem Schein der Gastfreundschaft betrügend, Ar. Pax 623, Schol. ἐξαπατῶντες τοὺς ξένους δι' εἰρωνείας καὶ ὑποκρίσεως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe par une feinte hospitalité.
Étymologie: διά, εἰρωνεύομαι, ξένος.

Russian (Dvoretsky)

διειρωνόξενος: притворно-гостеприимный, т. е. обманывающий гостей Arph.

Greek (Liddell-Scott)

διειρωνόξενος: -ον, ὁ δι’ εἰρωνείας καὶ ὑποκρίσεως ἐξαπατῶν τοὺς ξένους, ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον φιλόξενος, πράγματι δὲ τὸ κακὸν αὐτῶν ἐπιζητῶν, περὶ τῶν Σπαρτιατῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 623· πρβλ. κατειρωνεύομαι.

Greek Monolingual

διειρωνόξενος, -ον (Α)
αυτός που εξαπατά τους ξένους με την ειρωνεία και την υποκρισία του.

Greek Monotonic

διειρωνόξενος: -ον, φαινομενικά φιλόξενος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

δι-ειρωνό-ξενος, ον adj
dissembling with one's guests, Ar.