δοριτίνακτος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ébranlé par les lances : δοριτίνακτα δ’ αἰθὴρ ἐπιμαίνεται ESCHL l'air y répond par le sifflement furieux des lances qui l'ébranlent.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[τινάσσω]].
|btext=ος, ον :<br />ébranlé par les lances : δοριτίνακτα δ’ αἰθὴρ ἐπιμαίνεται ESCHL l'air y répond par le sifflement furieux des lances qui l'ébranlent.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[τινάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δοριτίνακτος:''' [[сотрясаемый копьем]] ([[αἰθήρ]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορῐτίνακτος:''' [τῐ], -ον ([[τινάσσω]]), αυτός που έχει τιναχθεί, σεισθεί σε [[κονταρομαχία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δορῐτίνακτος:''' [τῐ], -ον ([[τινάσσω]]), αυτός που έχει τιναχθεί, σεισθεί σε [[κονταρομαχία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοριτίνακτος:''' [[сотрясаемый копьем]] ([[αἰθήρ]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δορῐ-τῐ́νακτος, ον <i>adj</i> [[τινάσσω]]<br />shaken by [[battle]], Aesch.
|mdlsjtxt=δορῐ-τῐ́νακτος, ον <i>adj</i> [[τινάσσω]]<br />shaken by [[battle]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:54, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοριτίνακτος Medium diacritics: δοριτίνακτος Low diacritics: δοριτίνακτος Capitals: ΔΟΡΙΤΙΝΑΚΤΟΣ
Transliteration A: doritínaktos Transliteration B: doritinaktos Transliteration C: doritinaktos Beta Code: doriti/naktos

English (LSJ)

[τῐ], ον, shaken by battle, αἰθήρ A.Th.155 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ébranlé par les lances : δοριτίνακτα δ’ αἰθὴρ ἐπιμαίνεται ESCHL l'air y répond par le sifflement furieux des lances qui l'ébranlent.
Étymologie: δόρυ, τινάσσω.

Russian (Dvoretsky)

δοριτίνακτος: сотрясаемый копьем (αἰθήρ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δορῐτίνακτος: [τῐ], ον, τιναχθείς, .σεισθεὶς διὰ τῶν δοράτων, αἰθὴρ Αἰσχύλ. Θήβ. 155.

Greek Monolingual

δοριτίνακτος, -ον (Α)
«δοριτίνακτος αἰθήρ» — που σείστηκε από την κλαγγή τών όπλων (Αισχ.).

Greek Monotonic

δορῐτίνακτος: [τῐ], -ον (τινάσσω), αυτός που έχει τιναχθεί, σεισθεί σε κονταρομαχία, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δορῐ-τῐ́νακτος, ον adj τινάσσω
shaken by battle, Aesch.