δυσκρασία: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mauvais tempérament;<br /><b>2</b> intempérie.<br />'''Étymologie:''' [[δύσκρατος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mauvais tempérament;<br /><b>2</b> intempérie.<br />'''Étymologie:''' [[δύσκρατος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκρᾰσία:''' ἡ дурное смешение, дискрасия: δ. σώματος или περὶ τὸ [[σῶμα]] Plut. плохое состояние здоровья; δ. θερμῶν Plut. повышенная температура (тела); δυσκρασίαι τοῦ περιέχοντος Plut. дурной климат, непогода.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσκρᾱσία:''' ἡ, κακή [[κράση]], [[κατάσταση]], [[ιδιοσυγκρασία]], Λατ. [[intemperies]], λέγεται για τον άνεμο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσκρᾱσία:''' ἡ, κακή [[κράση]], [[κατάσταση]], [[ιδιοσυγκρασία]], Λατ. [[intemperies]], λέγεται για τον άνεμο, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκρᾰσία:''' ἡ дурное смешение, дискрасия: δ. σώματος или περὶ τὸ [[σῶμα]] Plut. плохое состояние здоровья; δ. θερμῶν Plut. повышенная температура (тела); δυσκρασίαι τοῦ περιέχοντος Plut. дурной климат, непогода.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δυσκρᾱσία, ἡ,<br />bad [[temperament]], Lat. [[intemperies]], of the air, Plut. [from δύσκρᾱτος]
|mdlsjtxt=δυσκρᾱσία, ἡ,<br />bad [[temperament]], Lat. [[intemperies]], of the air, Plut. [from δύσκρᾱτος]
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκρᾱσία Medium diacritics: δυσκρασία Low diacritics: δυσκρασία Capitals: ΔΥΣΚΡΑΣΙΑ
Transliteration A: dyskrasía Transliteration B: dyskrasia Transliteration C: dyskrasia Beta Code: duskrasi/a

English (LSJ)

ἡ, bad temperament, of the air, Str.6.4.1, Plu.Alex.58 (pl.); σώματος Stoic.3.216; τῶν ἐν ἡμῖν δυνάμεων Ph.1.29. (δυσκρᾰσίη Man.4.543.)

Spanish (DGE)

(δυσκρᾰσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Aret.SD 2.12.4, Man.4.543
1 destemplanza del tiempo atmosférico ἀερος Thphr.CP 5.8.2, ἀέρων, op. εὐκρασία Str.6.4.1, δυσκρασίαι τοῦ περιέχοντος Plu.Alex.58, cf. M.Ant.9.2
del cuerpo Chrysipp.Stoic.2.216, Plu.Dio 2, Arat.29, ἀναισθήτῳ τε παλαίῃ δυσκρασίῃ Man.l.c.
2 fisiol. desequilibrio o alteración de la κρᾶσις elemental o natural, discrasia δ. τῶν ἐν ἡμῖν δυνάμεων Ph.1.29, de los elementos primarios: lo frío, lo caliente, lo seco y lo húmedo τὰ πρῶτα νοσήματα τὰ κατὰ δυσκρασίαν Gal.1.284, ὁ περὶ τῆς δυσκρασίας (λόγος) Gal.10.517, τῆς ἐμφύτου θέρμης δ. Aret.l.c., cf. Artem.3.56, Gal.13.190, 18(2).586, Cass.Fel.75, τὸ περιττὸν τῆς δυσκρασίας Steph.in Hp.Fract.89.2, rel. a la fiebre, Steph.in Hp.Progn.138.20, ψυχρὰ δ. τῆς γαστρός Steph.in Hp.Progn.172.35
afección, enfermedad δυσκρασίαν γὰρ ἓν μέν τι πάθος γενικῶς ὀνομάζουσι Gal.13.191, pero distingue varios tipos ἡ δ. ... τοῦ ἥπατος Gal.13.192, del bazo, Archig.14.27B., ἡ δ. καὶ κατὰ τὰς ... φλέβας Gal.13.193, χρὴ τὰς δυσκρασίας ἰᾶσθαι τῆς γαστρός Gal.10.518.

German (Pape)

[Seite 683] ἡ, schlechte Mischung; σώματος, der Säfte, Plut. Dion. 2; von der Luft, schlechte Temperatur, schlechtes Klima, Alex. 58.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 mauvais tempérament;
2 intempérie.
Étymologie: δύσκρατος.

Russian (Dvoretsky)

δυσκρᾰσία: ἡ дурное смешение, дискрасия: δ. σώματος или περὶ τὸ σῶμα Plut. плохое состояние здоровья; δ. θερμῶν Plut. повышенная температура (тела); δυσκρασίαι τοῦ περιέχοντος Plut. дурной климат, непогода.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκρᾱσία: ἡ, κακὴ κρᾶσις, κατάστασις, Λατ. intemperies, τοῦ ἀέρος, Πλούτ. Ἀλεξ. 58· τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. Δίωνι 2.

Greek Monolingual

η (AM δυσκρασία)
1. άσχημες καιρικές συνθήκες
2. κακή κράση του οργανισμού
νεοελλ.
χρόνια νοσηρή κατάσταση που συνδέεται με διαταραχές μεταβολισμού (ουρική αρθρίτιδα, διαβήτη, παχυσαρκία κ.λπ.).

Greek Monotonic

δυσκρᾱσία: ἡ, κακή κράση, κατάσταση, ιδιοσυγκρασία, Λατ. intemperies, λέγεται για τον άνεμο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσκρᾱσία, ἡ,
bad temperament, Lat. intemperies, of the air, Plut. [from δύσκρᾱτος]