δοκιμαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] = [[δοκιμαστήριος]], Suid. – Adv. bei Stob.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] = [[δοκιμαστήριος]], Suid. – Adv. bei Stob.
}}
{{elru
|elrutext='''δοκῐμαστικός:''' [[пригодный для оценки или подлежащий оценке]] Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δοκιμαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[δοκιμασία]], γίνεται για [[δοκιμασία]], ο [[κατάλληλος]] για [[δοκιμή]] («[[δοκιμαστικός]] [[σωλήνας]], δοκιμαστική [[βολή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[έρευνα]], [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[έρευνα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δοκιμαστικόν</i><br />[[αμοιβή]] δοκιμαστή.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δοκιμαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[δοκιμασία]], γίνεται για [[δοκιμασία]], ο [[κατάλληλος]] για [[δοκιμή]] («[[δοκιμαστικός]] [[σωλήνας]], δοκιμαστική [[βολή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[έρευνα]], [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[έρευνα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δοκιμαστικόν</i><br />[[αμοιβή]] δοκιμαστή.
}}
{{elru
|elrutext='''δοκῐμαστικός:''' [[пригодный для оценки или подлежащий оценке]] Sext.
}}
}}

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκῐμαστικός Medium diacritics: δοκιμαστικός Low diacritics: δοκιμαστικός Capitals: ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dokimastikós Transliteration B: dokimastikos Transliteration C: dokimastikos Beta Code: dokimastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for scrutiny, δύναμις Arr.Epict.1.1.1, cf. S.E.M.1.64, Theol.Ar.52, v.l. in Diog.Bab.Stoic.3.219. Adv. -κῶς approvingly, διακεῖσθαι Stoic.3.160. II -κόν, τό, commission paid to an assayer, PHib.29.24, al.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que examina, que contrasta, δύναμις ref. a la autenticidad de las monedas, Arr.Epict.1.7.7
que prueba, probatorio τὸ κριτήριον S.E.M.7.27, 64, κανών S.E.M.8.3, ποταμοῦ πυρὸς ... δοκιμαστοῦ τῶν ἀνθρώπων Cyr.H.Catech.15.21.
2 que aprueba, aprobatorio δύναμις op. ἀποδοκιμαστική Arr.Epict.1.1.1, cf. Theol.Ar.52, Sud.s.u. διατιμητικός.
3 subst. τὸ δ. tasa de verificación pagada al verificador de moneda por el examen y aprobación de las piezas BGU 2380.7, PTeb.701re.1.42, UPZ 156.13, PHib.110.30 (todos III a.C.).
II adv. -ῶς
1 a modo de prueba, de manera probatoria por medio de sufrimientos, Diad.Perf.95.
2 de manera aprobatoria, con aprobación πρὸς ἀλλήλους διακεῖσθαι καὶ φιλικῶς καὶ δ. Chrysipp.Stoic.3.160.

German (Pape)

[Seite 653] = δοκιμαστήριος, Suid. – Adv. bei Stob.

Russian (Dvoretsky)

δοκῐμαστικός: пригодный для оценки или подлежащий оценке Sext.

Greek (Liddell-Scott)

δοκιμαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἔρευναν, Στωικ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 154.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δοκιμαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δοκιμασία, γίνεται για δοκιμασία, ο κατάλληλος για δοκιμήδοκιμαστικός σωλήνας, δοκιμαστική βολή»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην έρευνα, είναι κατάλληλος για έρευνα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δοκιμαστικόν
αμοιβή δοκιμαστή.