δύσδαμαρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=αρτος;<br /><i>adj. m.</i><br />malheureux par sa femme.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[δάμαρ]].
|btext=αρτος;<br /><i>adj. m.</i><br />malheureux par sa femme.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[δάμαρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύσδᾰμαρ:''' μαρτος adj. несчастный из-за своей жены ([[ἀνήρ]], sc. [[Ἀγαμέμνων]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσδᾰμαρ:''' -αρτος, ὁ, ἡ, [[ατυχής]] στη σύζυγο, αυτός που ατύχησε στο γάμο του, κακοπαντρεμένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύσδᾰμαρ:''' -αρτος, ὁ, ἡ, [[ατυχής]] στη σύζυγο, αυτός που ατύχησε στο γάμο του, κακοπαντρεμένος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσδᾰμαρ:''' μαρτος adj. несчастный из-за своей жены ([[ἀνήρ]], sc. [[Ἀγαμέμνων]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσδᾰμαρ Medium diacritics: δύσδαμαρ Low diacritics: δύσδαμαρ Capitals: ΔΥΣΔΑΜΑΡ
Transliteration A: dýsdamar Transliteration B: dysdamar Transliteration C: dysdamar Beta Code: du/sdamar

English (LSJ)

αρτος, ὁ, ἡ, ill-wedded, A.Ag.1319.

German (Pape)

[Seite 677] αρτος, ἡ, durch die Gattin unglücklich, Aesch. Ag. 1292.

French (Bailly abrégé)

αρτος;
adj. m.
malheureux par sa femme.
Étymologie: δυσ-, δάμαρ.

Russian (Dvoretsky)

δύσδᾰμαρ: μαρτος adj. несчастный из-за своей жены (ἀνήρ, sc. Ἀγαμέμνων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσδᾰμαρ: αρτος, ὁ, ἡ, ἀτυχὴς ἐκ τῆς γυναικός του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1319.

Greek Monolingual

δύσδαμαρ(-ρτος), ο (Α)
αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του.

Greek Monotonic

δύσδᾰμαρ: -αρτος, ὁ, ἡ, ατυχής στη σύζυγο, αυτός που ατύχησε στο γάμο του, κακοπαντρεμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ill-wived, ill-wedded, Aesch.

English (Woodhouse)

ill-mated

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)