δυσεπιβούλευτος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />contre qui <i>ou</i> contre quoi il est difficile de prendre des mesures.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐπιβουλεύω]].
|btext=ος, ον :<br />contre qui <i>ou</i> contre quoi il est difficile de prendre des mesures.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐπιβουλεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεπιβούλευτος:''' [[почти неуязвимый для скрытых замыслов]] (неприятеля), т. е. хорошо укрытый (φυλακαί Xen.; τόποι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσεπιβούλευτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται [[στόχος]] μυστικής επίθεσης, [[στόχος]] εχθρικής ενέργειας, σε Ξεν.
|lsmtext='''δυσεπιβούλευτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται [[στόχος]] μυστικής επίθεσης, [[στόχος]] εχθρικής ενέργειας, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεπιβούλευτος:''' [[почти неуязвимый для скрытых замыслов]] (неприятеля), т. е. хорошо укрытый (φυλακαί Xen.; τόποι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]επιβούλευτος, ον<br />[[hard]] to [[attack]] [[secretly]], Xen.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]επιβούλευτος, ον<br />[[hard]] to [[attack]] [[secretly]], Xen.
}}
}}

Revision as of 13:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεπιβούλευτος Medium diacritics: δυσεπιβούλευτος Low diacritics: δυσεπιβούλευτος Capitals: ΔΥΣΕΠΙΒΟΥΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dysepiboúleutos Transliteration B: dysepibouleutos Transliteration C: dysepivoyleftos Beta Code: dusepibou/leutos

English (LSJ)

ον, A hard to attack secretly, X.Eq.Mag.4.11 (Comp.), Ages.6.7 (Sup.). 2 hard to damage, Apollod.Poliorc.139.7.

Spanish (DGE)

-ον
milit.
1 de pers. y lugares difícil de atacar por sorpresa αὐτοὶ μὲν δυσεπιβουλευτότεροί εἰσιν ἀφανεῖς ὄντες de soldados apostados, X.Eq.Mag.4.11, τόπος Plu.2.275b, de un ejército en alerta, X.Ages.6.7.
2 de ingenios de guerra al que es difícil alcanzar, difícil de dañar Apollod.Poliorc.139.7, 170.12.

German (Pape)

[Seite 679] dem man schwer nachstellen kann, Xen. Ages. 6, 7, im superl., u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui ou contre quoi il est difficile de prendre des mesures.
Étymologie: δυσ-, ἐπιβουλεύω.

Russian (Dvoretsky)

δυσεπιβούλευτος: почти неуязвимый для скрытых замыслов (неприятеля), т. е. хорошо укрытый (φυλακαί Xen.; τόποι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσεπιβούλευτος: -ον, δυσκόλως ἐπιβουλευόμενος, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 11.

Greek Monolingual

δυσεπιβούλευτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να επιβουλευθεί
2. αυτός που δύσκολα βλάπτεται.

Greek Monotonic

δυσεπιβούλευτος: -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται στόχος μυστικής επίθεσης, στόχος εχθρικής ενέργειας, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-επιβούλευτος, ον
hard to attack secretly, Xen.