εἰσκομιδή: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>anc. att.</i> [[ἐσκομιδή]];<br />importation, introduction.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[κομιδή]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>anc. att.</i> [[ἐσκομιδή]];<br />importation, introduction.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[κομιδή]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσκομῐδή:''' староатт. [[ἐσκομιδή]] ἡ ввоз (τῶν ἐπιτηδείων Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσκομιδή:''' ἡ, [[εισαγωγή]] προμηθειών ή εφοδίων, σε Θουκ.
|lsmtext='''εἰσκομιδή:''' ἡ, [[εισαγωγή]] προμηθειών ή εφοδίων, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσκομῐδή:''' староатт. [[ἐσκομιδή]] ἡ ввоз (τῶν ἐπιτηδείων Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσκομῐδή Medium diacritics: εἰσκομιδή Low diacritics: εισκομιδή Capitals: ΕΙΣΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: eiskomidḗ Transliteration B: eiskomidē Transliteration C: eiskomidi Beta Code: ei)skomidh/

English (LSJ)

ἡ, importation of supplies, ἡ ἐσκομιδὴ τῶν ἐπιτηδείων Th.7.4: pl., ib.24; bringing in, Orib.Eup.3.7.5.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Th.7.4, 24
traída, aprovisionamiento frec. c. gen. obj. τῶν ἐπιτηδείων Th.7.4, cf. 24, ὅπλων Aen.Tact.29 tít., cf. I.BI 5.493, τῶν ἀναγκαίων Men.Prot.25.2.10
econ. entrada, ingreso ἡ τῶν δημοσίων εἰ. ... καὶ αἱ ἄλλαι δαπάναι Iust.Nou.128.15, cf. Edict.13.14, 18, 9.2.

German (Pape)

[Seite 743] ἡ, das Hineinbringen, die Einfuhr, τῶν ἐπιτηδείων Thuc. 7, 4, vgl. 24.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
anc. att. ἐσκομιδή;
importation, introduction.
Étymologie: εἰς, κομιδή.

Russian (Dvoretsky)

εἰσκομῐδή: староатт. ἐσκομιδή ἡ ввоз (τῶν ἐπιτηδείων Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκομιδή: ἡ, τὸ εἰσκομίζειν, εἰσαγωγή, ἡ ἐσκομιδὴ τῶν ἐπιτηδείων Θουκ. 7. 4· οὕτως, αἱ ἐσκομιδαὶ αὐτόθι 24.

Greek Monolingual

εἰσκομιδή, η (Α)
1. εισαγωγή, τροφίμων στην πόλη
2. εισαγωγή της σοδειάς από τους αγρούς στην πόλη ή σε αποθήκες
3. εισαγωγή.

Greek Monotonic

εἰσκομιδή: ἡ, εισαγωγή προμηθειών ή εφοδίων, σε Θουκ.

Middle Liddell

εἰσκομιδή, ἡ,
importation of supplies, Thuc. [from εἰσκομίζω

English (Woodhouse)

bringing in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)