δύσαρκτος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à gouverner.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἄρχω]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à gouverner.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἄρχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύσαρκτος:''' [[с трудом управляемый]], [[непокорный]], [[строптивый]] (φρένες Aesch.; ἀνὴρ εὐπραγίας ἐπιλαμβανόμενος Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσαρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, άρχεται, σε Αισχύλ., Πλάτ.
|lsmtext='''δύσαρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, άρχεται, σε Αισχύλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσαρκτος:''' [[с трудом управляемый]], [[непокорный]], [[строптивый]] (φρένες Aesch.; ἀνὴρ εὐπραγίας ἐπιλαμβανόμενος Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύσ-αρκτος, ον [[ἄρχω]]<br />[[hard]] to [[govern]], Aesch., Plut.
|mdlsjtxt=δύσ-αρκτος, ον [[ἄρχω]]<br />[[hard]] to [[govern]], Aesch., Plut.
}}
}}

Revision as of 13:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαρκτος Medium diacritics: δύσαρκτος Low diacritics: δύσαρκτος Capitals: ΔΥΣΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: dýsarktos Transliteration B: dysarktos Transliteration C: dysarktos Beta Code: du/sarktos

English (LSJ)

ον, hard to govern, φρένες A.Ch.1024; στρατόπεδα J.AJ4.2.1; οὐδὲν ἀνθρώπου -ότερον Plu.Luc.2; ἔθνος -ότατον App.BC2.149.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de dominar φρένες A.Ch.1024, cf. Fr.281a.33, ἔθνος δυσαρκτότατον App.BC 2.149, στρατόπεδα I.AI 4.11, cf. Plu.Luc.2, 2.779d.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu beherrschen; Aesch. Ch. 1020; im compar., Plut. Lucull. 2 u. öfter; superl., App. B. C. 2, 149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à gouverner.
Étymologie: δυσ-, ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

δύσαρκτος: с трудом управляемый, непокорный, строптивый (φρένες Aesch.; ἀνὴρ εὐπραγίας ἐπιλαμβανόμενος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσαρκτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀρχόμενος, κυβερνώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 1024, Πλούτ. Λουκούλλ. 2.

Greek Monolingual

δύσαρκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα κυβερνιέται («φρένες δύσαρκτοι»).

Greek Monotonic

δύσαρκτος: -ον (ἄρχω), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, άρχεται, σε Αισχύλ., Πλάτ.

Middle Liddell

δύσ-αρκτος, ον ἄρχω
hard to govern, Aesch., Plut.