Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐνουχίας: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=eu)nouxi/as
|Beta Code=eu)nouxi/as
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like a eunuch]], [[impotent]], Hp.Aër.22, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>746b24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., of [[a melon without seeds]], opp. [[σπερματίας]], <span class="bibl">Pl.Com.64.4</span>; <b class="b3">εὐ. κάλαμοι</b> reeds [[without inflorescence]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.11.4</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like a eunuch]], [[impotent]], Hp.Aër.22, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>746b24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., of [[a melon without seeds]], opp. [[σπερματίας]], <span class="bibl">Pl.Com.64.4</span>; <b class="b3">εὐ. κάλαμοι</b> reeds [[without inflorescence]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.11.4</span>.</span>
}}
{{elru
|elrutext='''εὐνουχίας:''' ου adj. m похожий на евнуха, бесплодный Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐνουχίας]], ὁ (Α) [[ευνούχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο [[ανίκανος]] για [[συνουσία]] («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῑκες καὶ ἄνδρες<br />[[ὥστε]] τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ' [[εὐνουχίας]] διατελεῖν ὄντας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είδος]] πεπονιού [[χωρίς]] σπόρους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐνουχίαι κάλαμοι» — καλάμια [[χωρίς]] θύσανο<br /><b>4.</b> [[είδος]] φοινικοφόρων δένδρων.
|mltxt=[[εὐνουχίας]], ὁ (Α) [[ευνούχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο [[ανίκανος]] για [[συνουσία]] («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῑκες καὶ ἄνδρες<br />[[ὥστε]] τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ' [[εὐνουχίας]] διατελεῖν ὄντας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είδος]] πεπονιού [[χωρίς]] σπόρους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐνουχίαι κάλαμοι» — καλάμια [[χωρίς]] θύσανο<br /><b>4.</b> [[είδος]] φοινικοφόρων δένδρων.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐνουχίας:''' ου adj. m похожий на евнуха, бесплодный Arst.
}}
}}

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνουχίας Medium diacritics: εὐνουχίας Low diacritics: ευνουχίας Capitals: ΕΥΝΟΥΧΙΑΣ
Transliteration A: eunouchías Transliteration B: eunouchias Transliteration C: evnouchias Beta Code: eu)nouxi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A like a eunuch, impotent, Hp.Aër.22, Arist.GA746b24. II metaph., of a melon without seeds, opp. σπερματίας, Pl.Com.64.4; εὐ. κάλαμοι reeds without inflorescence, Thphr.HP4.11.4.

Russian (Dvoretsky)

εὐνουχίας: ου adj. m похожий на евнуха, бесплодный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνουχίας: -ου, ὁ, (εὐνοῦχος) ὅμοιος πρὸς εὐνοῦχον, ἀνίκανος πρὸς συνουσίαν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 293, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 15. ΙΙ. μεταφ., εἶδος σικυοῦ ἄνευ σπόρων, ἀντίθετον τῷ σπερματίας, οὐχ ὁρᾷς ὅτι ὁ... Λέαγρος... περιέρχεται σικυοῦ πέπονος εὐνουχίου κνήμας ἔχων; Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λαΐῳ» 1· ὡς ὄνομα δένδρων τινῶν φοινικοφόρων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 250· εὐν. κάλαμοι, οἱ τοῦ Πλινίου spadones, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 4.

Greek Monolingual

εὐνουχίας, ὁ (Α) ευνούχος
1. αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο ανίκανος για συνουσία («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῑκες καὶ ἄνδρες
ὥστε τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ' εὐνουχίας διατελεῖν ὄντας», Αριστοτ.)
2. μτφ. είδος πεπονιού χωρίς σπόρους
3. φρ. «εὐνουχίαι κάλαμοι» — καλάμια χωρίς θύσανο
4. είδος φοινικοφόρων δένδρων.