θηητήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui regarde avec admiration, gén..<br />'''Étymologie:''' [[θηέομαι]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui regarde avec admiration, gén..<br />'''Étymologie:''' [[θηέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''θηητήρ:''' ῆρος ὁ любитель, знаток (τόξων Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηητήρ:''' -ῆρος, ὁ, Ιων. αντί [[θεατής]], αυτός που παρατηρεί προσεκτικά, αυτός που ατενίζει, [[θαυμαστής]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''θηητήρ:''' -ῆρος, ὁ, Ιων. αντί [[θεατής]], αυτός που παρατηρεί προσεκτικά, αυτός που ατενίζει, [[θαυμαστής]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηητήρ:''' ῆρος ὁ любитель, знаток (τόξων Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θηητήρ]], ῆρος, [ionic for [[θεατής]],]<br />one who gazes at, an [[admirer]], Od.
|mdlsjtxt=[[θηητήρ]], ῆρος, [ionic for [[θεατής]],]<br />one who gazes at, an [[admirer]], Od.
}}
}}

Revision as of 13:27, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηητήρ Medium diacritics: θηητήρ Low diacritics: θηητήρ Capitals: ΘΗΗΤΗΡ
Transliteration A: thēētḗr Transliteration B: thēētēr Transliteration C: thiitir Beta Code: qhhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, Ion. for θεατής, one who gazes at, an admirer, θ. τόξων Od.21.397; ἀκρασίης Perict. ap. Stob.4.28.19.

German (Pape)

[Seite 1206] ῆρος, ὁ, ep. = θεατής, Hom. τόξων, Od. 21, 397, Beschauer u. Kenner, Schol. θαυμαστικός, ἔμπειρος. Auch Perict. Stob. fl. 85, 19.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui regarde avec admiration, gén..
Étymologie: θηέομαι.

Russian (Dvoretsky)

θηητήρ: ῆρος ὁ любитель, знаток (τόξων Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

θηητήρ: ῆρος, ὁ, Ἰων. ἀντὶ θεατής, ὁ θεώμενος, θαυμάζων, θ. τόξων Ὀδ. Φ. 397· ἀκρασίης Περικτιόνη παρὰ Στοβ. 488. 7.

English (Autenrieth)

(θηέομαι): beholder, i. e. fancier; τόξων, Od. 21.397†.

Greek Monolingual

θηητήρ, -ος ὁ (Α) θηέομαι
αυτός που βλέπει με θαυμασμό κάτι («θηητὴρ τόξων»).

Greek Monotonic

θηητήρ: -ῆρος, ὁ, Ιων. αντί θεατής, αυτός που παρατηρεί προσεκτικά, αυτός που ατενίζει, θαυμαστής, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

θηητήρ, ῆρος, [ionic for θεατής,]
one who gazes at, an admirer, Od.